Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011


ΠΡΟΠΕΡΤΙΟΣ 4.6 ΚΑΙ 10:
ΕΛΕΓΕΙΑΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΔΥΟ ΑΥΓΟΥΣΤΕΙΑ ΣΥΜΒΟΛΑ













ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ


ΕΙΣΑΓΩΓΗ                                                                        
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1: 4.6: Apollo Palatinus                              
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2: 4.10: Iuppiter Feretrius                          
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ                                                        
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ                                                              
ΠΕΡΙΛΗΨΕΙΣ                                                                  




ΕΙΣΑΓΩΓΗ


Το 4ο βιβλίο του Προπέρτιου εκδόθηκε γύρω στα 16 π.Χ., έξι περίπου χρόνια μετά την έκδοση του τελευταίου από τα προηγούμενα βιβλία του ποιητή, ανάμεσα στα οποία υπάρχει σχετική χρονική εγγύτητα (29/28 π.Χ., 25 π.Χ. και 22 π.Χ). Με μία πρώτη ανάγνωση το καταληκτικό αυτό βιβλίο δίνει την εντύπωση μίας άστατης μείξης αιτιολογικών ελεγειών ρωμαϊκού περιεχομένου (4.2, 4.4, 4.6, 4.9 και 4.10) με ερωτικές ελεγείες, που θυμίζουν το προηγούμενο έργο του ποιητή (4.3, 4.5, 4.7, 4.8 και 4.11). Αυτή η «ανομοιογένεια» οδήγησε κάποιους μελετητές να ισχυριστούν ότι τα ποιήματα συγκεντρώθηκαν και εκδόθηκαν μετά τον θάνατο του Προπέρτιου από κάποιον άγνωστο εκδότη και ότι δεν προορίζονταν από τον ποιητή να αποτελέσουν ένα βιβλίο. Ωστόσο, η συνύπαρξη ερωτικών και ρωμαϊκών στοιχείων δεν αρκεί μόνη της για να θεωρήσουμε το βιβλίο ένα τυχαίο συμπίλημα ανέκδοτων ελεγειών, καθώς ψήγματα της αντιπαράθεσης ανάμεσα στο προσωπικό και το δημόσιο, το ερωτικό και το πολιτικό βρίσκονται διάσπαρτα και στα βιβλία 1-3 αποτελώντας έτσι ένα σταθερό χαρακτηριστικό της ποίησής του.
Αυτό, ωστόσο, που είναι βέβαιο είναι ότι στο 4ο βιβλίο έχει συντελεστεί μία σημαντική αλλαγή στην ποιητική του Προπέρτιου. Στα τρία πρώτα βιβλία, δηλαδή, είχε ως κέντρο του ποιητικού του κόσμου την ερωτική του domina, Κυνθία, και τις εκφάνσεις της σχέσης τους, μέχρι την τελική απογοήτευση από αυτήν και την ακόλουθη renuntiatio amoris (3.24-25), ενώ τα ρωμαϊκά θέματα εμφανίζονταν με μεγαλύτερη μεν συχνότητα, καθώς προχωρούσε προς το 3ο βιβλίο, αλλά πάντα ως σύντομες παρενθέσεις μετά τις οποίες ο ποιητής επέστρεφε στην ιδιωτική του σφαίρα. Στο 4ο βιβλίο αντίθετα η Ρώμη και ο Αύγουστος διεκδικούν πρωταγωνιστικό ρόλο στην ποίηση του Προπέρτιου υποσκελίζοντας το προσωπικό και ερωτικό στοιχείο, το οποίο συνυπάρχει, αλλά μειωμένο τόσο σε ποσότητα όσο και σε ένταση σε σχέση με το παρελθόν. Όχημα για την ομαλή ενσωμάτωση της νέας θεματολογίας στο ελεγειακό είδος, το οποίο ο ποιητής δε θέλει να απαρνηθεί, γίνεται η αιτιολογική ποίηση του Καλλίμαχου που δίνει, όπως θα δούμε, μία δυνατότητα στον ποιητή να συνδυάσει τις νεοτερικές αισθητικές του προτιμήσεις με τη νέα θεματολογία.
Αυτή, ωστόσο, η έντονη αλλαγή στην ποιητική του Προπέρτιου προβλημάτισε τους μελετητές και γέννησε πολλές ερμηνείες. Για να τις κατανοήσουμε πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής κατά την οποία εκδόθηκε το βιβλίο. Συγκεκριμένα, την περίοδο αυτή η Pax Romana, αυτό το πολύτιμο δώρο για τη γενιά του ποιητή που ταλαιπωρήθηκε τόσο από τους εμφύλιους σπαραγμούς, η οποία τα πρώτα χρόνια μετά την επικράτηση του Οκταβιανού στο Άκτιο έμοιαζε ακόμη επισφαλής, τώρα χάρη στον Αύγουστο φάνταζε πλέον αδιατάρακτη. Συγχρόνως η αναδιάρθρωση της διοίκησης και οι προσπάθειες θρησκευτικής και ηθικής αναμόρφωσης εκ μέρους του ηγεμόνα εντάθηκαν και απέφεραν καρπούς. Ο Αύγουστος συγκέντρωσε μεν σταδιακά τις εξουσίες στο πρόσωπό του, αλλά δεν προέβαλλε αυτή τη δύναμη, επιλέγοντας ένα προφίλ μετριοπάθειας και ευσέβειας. Τα μέλη των ανώτερων τάξεων, λοιπόν, μπορεί να μην ήταν ιδιαίτερα ικανοποιημένα με το συγκεντρωτικό αυτό καθεστώς, αλλά συγχρόνως απολάμβαναν τα παραπάνω αναμφισβήτητα πλεονεκτήματά του. Επιπλέον προϊόντος του χρόνου και καθώς το καθεστώς στερεώθηκε, έγινε απαιτητικότερο από τους ποιητές και δεν ανεχόταν τώρα πια την ελευθεριότητά τους με τη χαλαρότητα που επεδείκνυε κατά τα προηγούμενα χρόνια, επιδρώντας έτσι στις ποιητικές προτεραιότητές τους· σε αυτό θα έπαιξε ασφαλώς σημαντικό ρόλο και ο Μαικήνας, συνεργάτης του Αύγουστου «επί του πολιτισμού», στο λογοτεχνικό κύκλο του οποίου ήταν ενταγμένος ο Προπέρτιος.
Οι διαπιστώσεις αυτές επηρέασαν τις ερμηνευτικές προσεγγίσεις του 4ου βιβλίου του Προπέρτιου. Μία ομάδα τέτοιων προσεγγίσεων, με διακυμάνσεις ασφαλώς, μπορεί να συνοψιστεί στην ερμηνεία της αλλαγής της ποιητικής στάσης του Προπέρτιου ως αποτέλεσμα της πίεσης που δέχτηκε ο ποιητής από το αυγούστειο περιβάλλον. Το βιβλίο έτσι αντιμετωπίζεται ως «αυλική» ποίηση με σκοπό την επίτευξη της σύγχρονης αναγνώρισης ή έστω ως εκούσια συμπόρευση με τις επικρατούσες λογοτεχνικές τάσεις. Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται αυτοί που υποστηρίζουν ότι τέτοια μεταστροφή στην ποίηση του Προπέρτιου δεν υπάρχει και ανιχνεύουν στις αιτιολογικές ελεγείες του βιβλίου στοιχεία ειρωνείας έως και παρωδίας που υπονομεύουν παρά προπαγανδίζουν το αυγούστειο πρόγραμμα.
Παρόλο, ωστόσο, που η αλλαγή στην ποιητική του Προπέρτιου είναι γεγονός και ασφαλώς η περιρρέουσα πολιτική και πολιτιστική ατμόσφαιρα έπαιξε ρόλο σε αυτό, θα αποφύγουμε τέτοιου είδους απόλυτες θέσεις, καθώς παραβλέπουν την πολυπλοκότητα του βιβλίου και την variatio τόσο της θεματολογίας όσο και του ύφους και του ποιητικού τόνου του. Η πολυπλοκότητα αυτή γίνεται φανερή στον αναγνώστη ήδη από την εισαγωγική δίπτυχη ελεγεία του 4ου βιβλίου από την οποία πρέπει να ξεκινάει κάθε προσπάθεια ερμηνείας του. Στην 4.1a (στ. 1-70), λοιπόν, ο αφηγητής αναλαμβάνει το ρόλο του «ξεναγού» (στ. 1-39) επιδεικνύοντας σε έναν ξένο (hospes) το μεγαλείο της Ρώμης κατά την εποχή του Αύγουστου (maxima Roma), όπως φαίνεται πάνω από τον Παλατίνο λόφο, σε αντιπαραβολή με την παλαιά ένδεια και αγροτική απλότητα του τόπου (collis et herba). Η κινητήρια δύναμη πίσω από την εξέλιξη που οδήγησε από την καταστροφή της Τροίας στο σύγχρονο του ποιητή μεγαλείο είναι το γένος των Ιουλίων, το οποίο ακολουθώντας το πεπρωμένο του μετέτρεψε τον ταπεινό αγροτικό τόπο σε κυρίαρχη δύναμη του κόσμου (στ. 39-54). Οι αναφορές στην εξελικτική γραμμή που ξεκινάει από την Τροία (resurgentis…Troiae) και φτάνει στον Αύγουστο παραπέμπουν έντονα στην Αινειάδα του Βιργίλιου, και ιδιαίτερα στο 6ο βιβλίο, η οποία προβάλλει έτσι προγραμματικά ως σταθερό σημείο αναφοράς για το 4ο αυτό βιβλίο του Προπέρτιου. Ο ποιητής, λοιπόν, διακηρύττει ότι αυτό ακριβώς το μεγαλείο της Ρώμης θα είναι το θέμα της ποίησής του στο εξής και σε αυτό θα αφιερώσει όλες τις δυνάμεις του (στ. 55-66), για τις οποίες εδώ, σε αντίθεση με το παρελθόν, δε μοιάζει να αμφιβάλλει (59-60):
sed tamen exiguo quodcumque e pectore rivi
fluxerit, hoc patriae serviet omne meae.
Δεν είναι όμως πρόθυμος να εγκαταλείψει το ελεγειακό είδος για να εκπληρώσει τον παραπάνω σκοπό. Αφού λοιπόν δεν επιθυμεί ή δεν μπορεί να γράψει έπος, θα προσαρμόσει την αυγούστεια Ρώμη στην ελεγεία του ακολουθώντας το παράδειγμα της αιτιολογικής ποίησης του Καλλίμαχου. Έτσι, ως Ρωμαίος Καλλίμαχος πλέον (στ. 64) δηλώνει έτοιμος να υμνήσει τα  ιερά (sacra) τις εορτές (dies) και τα παλαιά ονόματα των μνημείων (cognomina prisca locorum) (στ. 69), υιοθετώντας θεματο­λογία απόλυτα ταιριαστή με το πατριδογνωστικό πολιτιστικό πρόγραμμα του Αύγου­στου και τη θρησκευτική και ηθική εξύψωση στην οποία αυτό στόχευε, ακολουθώ­ντας έτσι και το παράδειγμα του Βιργίλιου, ο οποίος επέδειξε ανάλογο ενδιαφέρον για αρχαία μνημεία και εορτές στην Αινειάδα και ιδιαίτερα στο 8ο βιβλίο.
Η 4.1b, ωστόσο, έρχεται να ανακόψει τη ζέση του ποιητή και να ανατρέψει τις προσδοκίες που διαμορφώθηκαν με την 4.1a. Υπεύθυνος να «προσγειώσει» τον ποιητή αυτή τη φορά δεν είναι ο Απόλλων ή η Μούσα Καλλιόπη, όπως στο παρελθόν, αλλά ένας Βαβυλώνιος αστρολόγος με το όνομα Ώρος. Ο Ώρος σε έναν μονόλογο με ανάλαφρο και ειρωνικό χαρακτήρα, παρουσιάζει τον εαυτό του και το επάγγελμά του (στ. 75-81) και με κωμική επιμονή (στ. 75: certa feram certis auctoribus, στ. 80: inque meis libris nil prius esse fide, στ. 98: vera…fides) δίνει τα διαπιστευτήρια των αστρολογικών ικανοτήτων του (στ. 89-102). Στη συνέχεια στρέφει την προσοχή του στον ποιητή και το ωροσκόπιό του (στ. 119-146), για να καταλήξει ότι είναι πλασμένος για την ελεγειακή ερωτική ποίηση με την οποία τον ενέπνευσε ο Απόλλων από τη νεανική του ηλικία (στ. 132-5):
tum tibi pauca suo de carmine dictat Apollo
  et vetat insano verba tonare foro.
at tu finge elegos, pellax opus (haec tua castra!),
scribat ut exemplo cetera turba tuo.
και την οποία δεν πρέπει να εγκαταλείψει, όπως τον προειδοποιεί ο αστρολόγος κλείνοντας (στ. 147-50).
Το αμφίσημο αυτό ξεκίνημα του βιβλίου προκάλεσε ποικίλες ερμηνείες ανάμεσα στους μελετητές. Ορισμένοι επιχείρησαν να υποβαθμίσουν τη σημασία της 4.1b στηριζόμενοι στον ειρωνικό της τόνο και στην κωμική κατά κάποιον τρόπο φιγούρα του Ώρου. Άλλοι, αντίθετα, βασισμένοι στην 4.1b ερμήνευσαν όλο το βιβλίο ως μία ακόμη άρνηση γραφής πατριωτικής ποίησης εκ μέρους του ποιητή, ως μία ύστατη recusatio. Διαδεδομένη τέλος είναι η άποψη ότι η 4.1a εισάγει τις αιτιολογικές ελεγείες του βιβλίου και η 4.1b τις ερωτικές, προκαταβάλλοντας έτσι από κοινού, κατά τα ειωθότα των προγραμματικών κειμένων, τον διττό χαρακτήρα της θεματικής του βιβλίου αυτού.
Το βέβαιο είναι ότι δεν μπορούμε να παραβλέψουμε την ελεγεία 4.1b, ούτε όμως πρέπει να της δώσουμε σημασία βαρύτερη από αυτή που φαίνεται να δικαιολογεί ο ανάλαφρος τόνος της, ο οποίος σε συνδυασμό με την αμφίβολης αξιοπιστίας και σοβαρότητας μορφή του αστρολόγου υπονομεύει τη λειτουργία που φαινομενικά έχει: να αποτρέψει δηλαδή τον ποιητή από την προεξαγγελθείσα απόφασή του να γράψει εθνική ποίηση. Η 4.1b μοιάζει περισσότερο να ενημερώνει προγραμματικά τον αναγνώστη ότι η ερωτική ποίηση και ο ανάλαφρος τόνος δε θα εκλείψουν εντελώς από το βιβλίο και ότι ο ποιητής διευρύνει μεν τη θεματολογία και τα όρια του είδους του, αλλά παραμένει ελεγειακός ποιητής. Αυτό που φαίνεται να προαναγγέλλεται, δηλαδή, με τη δίπτυχη αυτή εισαγωγική ελεγεία είναι μία συνύπαρξη ιδιωτικών και ρωμαϊκών στοιχείων και συνθέσεων με μοναδική ορατή αρχή διάταξης τη variatio.
Αλλά και ένας απλός και γενικευτικός διαχωρισμός των ποιημάτων σε αιτιολογικά που εισάγονται με την 4.1a και ερωτικά που εισάγονται με την 4.1b ίσως δεν είναι ιδιαίτερα αντιπροσωπευτικός, καθώς ακόμη και στο πλαίσιο των επιμέρους ελεγειών τα πράγματα δεν είναι ξεκάθαρα. Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι σε πολλές ελεγείες του βιβλίου, τόσο ερωτικές όσο και αιτιολογικές, αναμειγνύονται στοιχεία ερωτικά και ρωμαϊκά, νεοτερικά και «επικά», καθώς και ο ανάλαφρος τόνος με τον επίσημο και πατριωτικό. Έτσι, οι ελεγείες 4.3 και 4.11 διαφέρουν έντονα από τις ερωτικές ελεγείες των προηγούμενων βιβλίων, καθώς λείπει το πάθος του παρελθόντος· εδώ, αντίθετα, έχουν εισβάλει οι ρωμαϊκές αξίες της συζυγικής αγάπης, σε απόλυτη συμφωνία με τις προσπάθειες των σχετικών νόμων του Αύγουστου. Αντίστροφα στις περισσότερες αιτιολογικές ελεγείες το περιεχόμενο και ο τόνος δεν είναι αυστηρά σοβαρός και πατριωτικός. Έτσι, η ελεγεία της Ταρπηΐας (4.4), η οποία ερμηνεύει το αρχαίο όνομα του Καπιτωλίνου Λόφου, όπου στις μέρες του Προπέρτιου υπήρχε ακόμη ένας βράχος που ονομαζόταν «ταρπήιος», εστιάζει στο ερωτικό πάθος της πρωταγωνίστριας, στο οποίο αποδίδεται η προδοσία της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ρωμύλου και του πολέμου με τους Σαβίνους. Θυμίζει έτσι τις αλεξανδρινές και μεταγενέστερες αφηγηματικές ελεγείες που καταπιάνονταν με την τύχη ηρωίδων και μοιάζει να βρίσκεται πιο κοντά στα ενδιαφέροντα του Προπέρτιου ως ερωτικού ποιητή παρά ως υμνητή του ρωμαϊκού μεγαλείου. Η 4.9 πάλι είναι μία ανάλαφρη και με αρκετά κωμικά στοιχεία πραγμάτευση του λόγου για τον οποίο οι γυναίκες εξαιρέθηκαν από τις τελετές προς τιμήν του Ηρακλή στο ιερό της Ara Maxima. Πολύ χαρακτηριστικό είναι το επεισόδιο όπου ο διψασμένος Ηρακλής σε ρόλο exclusus amator προσπαθεί να πείσει τις ιέρειες να τον αφήσουν να ξεδιψάσει από την πηγή του ιερού επικαλούμενος τις θηλυπρεπείς εκδουλεύσεις που πρόσφερε στην Ομφάλη (στ. 49-50: mollis et hirsutum cepit mihi fascia pectus,/ et manibus duris apta puella fuit.). Eνώ και στην 4.2, την ελεγεία για το θεό Βερτούμνο, το άγαλμα του οποίου στεκόταν στην είσοδο του Vicus Tuscus, η αμφισεξουαλική φύση του Βερτούμνου δεν περνά απαρατήρητη (στ. 23-4: indue me Cois, fiam non dura puella:/ meque virum sumpta quis neget esse toga?) και ο τόνος συχνά γίνεται ανάλαφρος (στ. 57-8: sex superant versus: te, qui ad vadimonia curris,/ non moror: haec spatiis ultima creta meis). Η variatio λοιπόν δεν αφορά μόνο τη γειτνίαση ερωτικών και αιτιολογικών ελεγειών, αλλά και το σώμα κάθε ελεγείας ξεχωριστά δίνοντας ένα πολύπλοκο, αλλά ενδιαφέρον αποτέλεσμα, χαρακτηριστικό της επιθυμίας των νεοτερικών ποιητών για πειραματισμούς και ειδολογικές αναμείξεις.                      
Σε δύο ελεγείες, ωστόσο, το ερωτικό στοιχείο απουσιάζει εντελώς, ο τόνος είναι σοβαρός και η θεματολογία όχι μόνο ρωμαϊκή, αλλά και αυγούστεια, καθώς σχετίζεται με δύο ναούς της εποχής του Αύγουστου, κατασκευασμένους στα πλαίσια του προγράμματός του για θρησκευτική ανανέωση και με συμβολική αξία για τον ίδιο. Είναι όμως και στενά συνδεδεμένη με πολεμικά ρωμαϊκά στιγμιότυπα κάνοντας έτσι το εγχείρημα της «ελεγειοποίησής» της πιο δύσκολο και ενδιαφέρον. Η 4.6, λοιπόν, καταπιάνεται με τον Παλατίνο ναό του Απόλλωνα, σύμβολο της κυριαρχίας του νέου ηγεμόνα μετά τη νίκη στο Άκτιο (31 π.Χ.), ο οποίος κατασκευάστηκε δίπλα στην κατοικία του το 28 π.Χ., ένα χρόνο μετά την τέλεση του τριπλού θριάμβου του. Η 4.10 αφορά το ναό του Iuppiter Feretrius, ο οποίος αναστηλώθηκε από τον Αύγουστο περίπου ένα χρόνο πριν τη μάχη στο Άκτιο (32 π.Χ.), σε μία κίνηση συμβολικής αξίας που αποσκοπούσε στο συσχετισμό του με τον Ρωμύλο, ο οποίος κατά την παράδοση ίδρυσε το ιερό και αφιέρωσε εκεί τα spolia opima, τα όπλα που αφαίρεσε από τον αντίπαλο αρχηγό. Αυτή η ιδιαίτερη φυσιογνωμία των δύο ελεγειών αποτέλεσε το ερέθισμα για την παρούσα εργασία, η οποία επιχειρεί να εξετάσει πώς δύο αυγούστεια σύμβολα με τις πολεμικές και πολιτικές συνδηλώσεις τους προσαρμόζονται ώστε να «χωρέσουν» στο ελεγειακό είδος και πώς ο ποιητής καταφέρνει να συγκεράσει τη νεοτερική αισθητική του με τη ρωμαϊκή θεματική δίνοντας δύο αντιπροσωπευτικά δείγματα της ουσίας του Ρωμαίου Καλλίμαχου.

4.6
Apollo Palatinus


Στο κέντρο του 4ου βιβλίου, σε μια θέση πρόσφορη για εκ νέου προγραμματικές δηλώσεις, βρίσκεται ένα ποίημα με πολλές ποιητολογικές και διακειμενικές αναφορές, αιτιολογικό χαρακτήρα και έντονο ρωμαϊκό χρώμα, η ελεγεία 4.6. Ο Προπέρτιος ακολουθώντας τη διακηρυχθείσα στην εισαγωγική ελεγεία του βιβλίου θεματολογία (4.1.69): sacra diesque canam et cognomina prisca locorum, γράφει ένα αιτιολογικό ποίημα για ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά κτήρια της αυγούστειας περιόδου, το ναό του Απόλλωνα στον Παλατίνο λόφο, ο οποίος εγκαινιάστηκε στις 9 Οκτωβρίου του 28 π.Χ.. Ως αἴτιον της αφιέρωσης του ναού προβάλλεται η καθοριστική συμβολή του Απόλλωνα στη νίκη του Οκταβιανού στη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.), κάτι που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, καθώς η κατασκευή του ναού είχε αποφασιστεί το 36 π.Χ. μετά τη νίκη των δυνάμεων του Οκταβιανού επί του Σέξτου Πομπήιου στη Ναύλοχο, φαίνεται όμως ότι συμβάδιζε με την επίσημη προπαγάνδα και εμφανίζεται συχνά στην αυγούστεια ποίηση. Ο ναός, έτσι, συνδέεται άμεσα με τη ναυμαχία και το αιτιολογικό στοιχείο με το επικό σε ένα ποίημα ρωμαϊκό και συνάμα νεoτερικό.
 Μία ελεγεία, ωστόσο, αφιερωμένη σε ένα ναό-σύμβολο του Αύγουστου και  στη νίκη που τον εδραίωσε ως τον αδιαμφισβήτητο ηγεμόνα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και μάλιστα τοποθετημένη στην «καρδιά» του βιβλίου συνιστά εντυπωσιακή αλλαγή για τον ποιητή που λίγα χρόνια πριν αρνιόταν να συμμετάσχει στις πολιτικές φιλοδοξίες που οδήγησαν στην εμφύλια αιματοχυσία του Ακτίου (2.15.44-46):
nec nostra Actiacum verteret ossa mare,
nec totiens propriis circum oppugnata triumphis
lassa foret crinis  solvere Roma suos
και ο οποίος όριζε την ποιητική του σε αντίθεση προς τη βιργιλιανή Αινειάδα, της οποίας η συγγραφή ήταν τότε σε εξέλιξη, και την εκεί (8.671-728) επική πραγμά­τευση της ναυμαχίας (2.34.61-4):
Actia Vergilio cordi sit litora Phoebi,
Caesaris et fortis dicere posse rates,
qui nunc Aeneae Troiani suscitat arma
iactaque Lavinis moenia litoribus,
Ο ποιητής, λοιπόν, ο οποίος στην ελεγεία 2.31, την πρώτη ελεγεία που αφιέρωσε στον Παλατίνο ναό, εστιάζει στον διάκοσμο του ναού και την αισθητική του αξία και αποφεύγει την αταίριαστη με το ελεγειακό είδος πραγμάτευση της ναυμαχίας, εδώ, στο κέντρο ενός βιβλίου με διαφορετικό ποιητικό προσανατολισμό και έντονους ειδολογικούς πειραματισμούς, δε διστάζει να τονίσει το πολεμικό και συνάμα πολιτικό θέμα.
   Ορισμένοι μελετητές, ωστόσο, ισχυρίστηκαν ότι η αλλαγή αυτή στην ποιητική του Προπέρτιου, η οποία στο ποίημα αυτό είναι πιο έντονη ίσως από οπουδήποτε αλλού, δεν είναι πραγματική και ότι ο ποιητής παρωδεί εδώ την αυλική ποίηση. Άλλοι αντίθετα θεώρησαν το ποίημα κλασικό δείγμα κολακείας προς τον Αύγουστο, ένα είδος πανηγυρικού, προϊόν της προσπάθειας του ποιητή να κερδίσει τη σύγχρονή του αναγνώριση. Συχνά, ιδιαίτερα κατά τις δεκαετίες ’60 και ’70, εκφράστηκε ακόμη και η άποψη ότι η ελεγεία στερείται ενδιαφέροντος και γνήσιας έμπνευσης. Είναι προφανώς δύσκολο για οποιονδήποτε μελετητή να βρει ένα σημείο ισορροπίας μεταξύ τόσων ετερόκλητων απόψεων και προτάσεων· πιστεύουμε, επίσης ότι μία απλουστευτική και απόλυτη απάντηση θα αδικούσε την πολυπλοκότητα της ελεγείας, αλλά και του 4ου βιβλίου γενικότερα, όπως αυτή αναφάνηκε ήδη κατά τον σχολιασμό της πρώτης ελεγείας του. Έτσι, εδώ δε θα προσπαθήσουμε να αποφανθούμε υπέρ της μίας ή της άλλης άποψης, αλλά να διαπιστώσουμε πώς ο ποιητής χωρίς να εγκαταλείψει το ελεγειακό είδος καταφέρνει να συγκεράσει το νεοτερικό του προσανατολισμό με ένα θέμα υψηλό, με αρκετές πολιτικές αναφορές και διαφορετικό ποιητικό ύφος από αυτό των τριών πρώτων βιβλίων διευρύνοντας τα όρια της ελεγείας του και παίζοντας με τις προσδοκίες του αναγνώστη.
Η δομή της ελεγείας 4.6 μπορεί να θεωρηθεί τριμερής με μικρότερες «υποενότητες» ανά τμήμα. Έτσι οι στίχοι 1-14 αποτελούν το προοίμιο με τις ποιητολογικές δηλώσεις του ποιητή (στ. 1-10) και τη διακήρυξη του θέματος (στ. 11-14). Στο κύριο μέρος του ποιήματος (στ. 15-58) ερμηνεύεται το αἴτιον της αφιέρωσης του ναού του Απόλλωνα στον Παλατίνο λόφο και στο οποίο δεσπόζει ο λόγος του Απόλλωνα (στ. 37-54). Τέλος, ακολουθούν 18 επιλογικοί στίχοι (69-86), όπου μετά την ολοκλήρωση του αἰτίου ο ποιητής παρουσιάζεται να περνάει τη νύχτα σε ένα συμπόσιο υμνώντας μαζί με άλλους ποιητές τις επιτυχίες του Αύγουστου.
Το ποίημα «ανοίγει», λοιπόν, με την τελετουργική προσφορά μιας θυσίας  (στ. 1-10) και με τρόπο που ανακαλεί την Ωδή 3.1 του Οράτιου, ένα ποίημα γνωστό για την επισημότητά του, που αποτελεί μάλιστα την εισαγωγή της ενότητας των λεγόμενων “ρωμαϊκών ωδών” (3.1-6):
Sacra facit vates: sint ora faventia sacris,
et cadat ante meos icta iuvenca focos.
serta Phileteis certet Romana corymbis,
et Cyrenaeas urna ministret aquas.
costum molle date et blandi mihi turis honores,
terque focum circa laneus orbis eat.
spargite me lymphis, carmenque recentibus aris
tibia Mygdoniis libet eburna cadis.
ite procul fraudes, alio sint aëre noxae:
pura novum vati laurea mollit iter.
Ο ποιητής στον πρώτο κιόλας στίχο του ποιήματος διεκδικεί για τον εαυτό του τον τίτλο και τον ρόλο του vates. Ο όρος αυτός αναβίωσε με τον Βιργίλιο, ο οποίος προσέθεσε στην παραδοσιακή θρησκευτική διάσταση και τη σημασία «ποιητής», και έτσι στη συνέχεια ο όρος καθιερώθηκε στην αυγούστεια ποίηση και συνδέθηκε με ποίηση υψηλή και φέρουσα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα. Έτσι και ο Προπέρτιος υιοθετεί το ρόλο του vates στην ελεγεία 2.10 σε πολιτικά πράγματι συμφραζόμενα, καθώς εντάσσεται στα πλαίσια της υπόσχεσης που δίνει ο ποιητής να υμνήσει τον Οκταβιανό στο μέλλον (2.10.8 και 19-20):
bella canam, quando scripta puella meast.
.........................
haec ego castra sequar; vates tua castra canendo
magnus ero:  servent hunc mihi fata diem!
Στην 4.6 η υπόσχεση αυτή μοιάζει να υλοποιείται, ωστόσο η χρήση του όρου είναι πιο περίτεχνη, καθώς ο ποιητής εκμεταλλεύεται τη διττή σημασία της λέξης. Το πρώτο, δηλαδή, δίστιχο του ποιήματος με το σκηνικό της θυσίας και την επίσημη τελετουργική ορολογία μοιάζει να εμφανίζει τον vates με την ιερατική του ιδιότητα. Ωστόσο, στους αμέσως επόμενους δύο στίχους ο ποιητής αναφέρεται στους δύο εμβληματικούς ελληνιστικούς ποιητές, στον Φιλιτά από την Κω (στ. 3) και στον Καλλίμαχο από την Κυρήνη (στ. 4). Συνδέει έτσι την ιερατική διάσταση με την ποιητική και το ρωμαϊκό με το ελληνιστικό στοιχείο. Ο μετεωρισμός μεταξύ ιερατικής και ποιητικής γλώσσας εντείνεται στη συνέχεια, καθώς κατά την περιγραφή της θυσίας ο ποιητής εκτός των αναμενόμενων τελετουργικών όρων χρησιμοποιεί λέξεις και φράσεις που παραπέμπουν ευθέως στον Καλλίμαχο. Έτσι μιλάει για θυσιαστήριο ζώο (στ. 2: et cadat ante meos icta iuvenca focos), για νάρδο και λιβάνι (στ. 5 costum molle date et blandi mihi turis honores) και σπονδές (στ. 7: spargite me lymphis), συγχρόνως όμως η ποιητολογική διάσταση γίνεται εξίσου έντονη, καθώς με τις λέξεις molle και blandi (στ. 5) και με το pura (στ.10) παραπέμπει στους καλλιμαχικούς όρους λεπτόν και καθαρόν αντίστοιχα, ενώ πίσω από το ite procul fraudes (στ. 9) βρίσκεται το ἑκὰς ἑκὰς ὅστις ἀλιτρός από τον Ύμνο στον Απόλλωνα (στ. 2) και το ἔλλετε βασκανίης ὀλοὸν γένος των Αιτίων (απόσπ. 1., στ.17). Όταν λοιπόν ο όρος vates επανέρχεται στο στ. 10 η έννοιά του έχει επαναπροσδιοριστεί και ορίζει αυτόν τον καινοτόμο (novum iter) συγκερασμό της ρωμαϊκής ιερότητας με την ελληνιστική αισθητική που αποτελεί την ουσία του ρόλου του Callimachus Romanus, ο οποίος έτσι  ορίζεται εκ νέου στη μέση της συλλογής.
Στη δεύτερη υποενότητα του προοιμίου ο Προπέρτιος διακηρύσσει το αιτιολογικό θέμα της ελεγείας του (στ. 11-14):
Musa, Palatini referemus Apollinis aedem:
res est, Calliope, digna favore tuo.
Caesaris in nomen ducuntur carmina: Caesar
dum canitur, quaeso, Iuppiter, ipse vaces.
Θα τραγουδήσει για το ναό του Παλατίνου Απόλλωνα, ανακαλώντας το ξεκίνημα του 4ου βιβλίου όπου ανάμεσα στα λαμπρά ρωμαϊκά μνημεία που επιδεικνύει η ποιητική persona στον ξένο είναι και ο ναός του Απόλλωνα navalis, όπως τον χαρακτηρίζει εκεί ο ποιητής (4.1a.3: atque ubi Navali stant sacra Palatia Phoebo). Συγχρόνως όμως θα υμνήσει τον Καίσαρα, τον ιδρυτή του ναού, η νίκη του οποίου στο Άκτιο με τη βοήθεια του θεού προβάλλεται ως αἴτιον για την ίδρυση του ιερού. Ο ποιητής βάζει έτσι ένα σύγχρονό του ρωμαϊκό θέμα σε αιτιολογικό πλαίσιο σμίγοντας για άλλη μια φορά το ρωμαϊκό στοιχείο με το ελληνιστικό.
Το αἴτιον λοιπόν εδώ είναι συνδεδεμένο με το πολεμικό κατόρθωμα ενός θεού, του Απόλλωνα και ενός «ήρωα», του Οκταβιανού και επομένως χρειάζεται τη σύμπραξη μίας Μούσας για να ερμηνευθεί. Ο Προπέρτιος ακολουθώντας την επική αυτή σύμβαση επικαλείται την αρωγή της Μούσας Καλλιόπης, η οποία παραδοσιακά συσχετιζόταν με ηρωικά θέματα. Πρόκειται για την ίδια Μούσα, η οποία στην ελεγεία 3.3, μαζί με τον τιμώμενο εδώ θεό Απόλλωνα, απέτρεπε τον ποιητή από την ενασχόληση με ποίηση μη ερωτική. Στην 4.6 όμως ο ποιητής έχοντας αφήσει πίσω του την ερωτική θεματολογία και έχοντας επιλέξει ως θέμα του τον ίδιο τον Απόλλωνα, αλλά και τον πρώτο άνδρα της εποχής, Αύγουστο, φαίνεται να νιώθει βέβαιος για την υποστήριξη της Μούσας.
Το προοίμιο κλείνει με μία απροσδόκητη κωμική χροιά, καθώς ο ποιητής, σε μία «παραλλαγή» του μοτίβου της επίκλησης για ευλαβική σιωπή των παρευρι­σκομένων κατά τη διάρκεια μιας θυσίας προς τιμήν των θεών (στ. 1), ζητά την προ­σοχή ακόμα και του ίδιου του Δία προς τιμήν του Καίσαρα (στ. 14). Αυτή η "κομψή" παράκληση στον Δία να αποκτήσει ρόλο θεατή των θρησκευτικών δρωμέ­νων συμβαδίζει με το πρόγραμμα του Αύγουστου, ο οποίος επιχείρησε να δημι­ουργήσει στον Παλατίνο λόφο μια ιδιωτική θεϊκή τριάδα (Απόλλων - Άρτεμις - Λητώ) έναντι της παραδοσιακής τριάδας του Καπιτωλίνου λόφου (Iuppiter Optimus Maximus - Iuno Regina - Minerva). Ιδιαίτερα η προβολή του Απόλλωνα φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τον Οκταβιανό, καθώς ο θεός αυτός ήταν στενά συνδεδεμένος με την Ιουλία γενιά και προσωπικός προστάτης του ίδιου. Η θεϊκή προστασία και η εξομοίωση με μυθικές μορφές έπαιζαν άλλωστε από καιρό μεγάλο ρόλο στην προσπάθεια προβολής των Ρωμαίων αριστοκρατών. Έτσι, στην ταύτιση του Αντώνιου με το Διόνυσο ο Οκταβιανός αντέτασσε τη δική του με τον Απόλλωνα, την οποία προέβαλαν με τη σειρά τους οι αυγούστειοι ποιητές.
Στους στ. 15-68, λοιπόν, στο κύριο μέρος του ποιήματος, ακολουθεί το αἴτιον της ίδρυσης του ναού του Παλατίνου Απόλλωνα, δηλαδή η ναυμαχία του Ακτίου. Η αφήγηση ξεκινά με επικό τρόπο, με μία σύντομη ἔκφρασιν της τοποθεσίας όπου έγινε η ναυμαχία και με συνεχώς διευρυνόμενη οπτική που ξεκινάει από το λιμάνι του Ακτίου και καταλήγει στο σύνολο του Αμβρακικού Κόλπου (στ. 15-7). Ακολουθεί η διάταξη των αντίπαλων στόλων (19-26), η οποία προδιαγράφει την εξέλιξη της ναυμαχίας. Από τη μία, δηλαδή, βρίσκεται ο στόλος των εχθρών με αρχηγό μία γυναίκα, καταδικασμένος από τον θεοποιημένο Ρωμύλο να ηττηθεί (στ. 21-2). Από την άλλη παρατάσσεται ο στόλος του Οκταβιανού με τα πανιά, τα οποία ήδη είναι μαθημένα να νικούν για την πατρίδα τους (στ. 23-4: hinc Augusta ratis plenis Iovis omine velis / signaque iam Patriae vincere docta suae), να είναι γεμάτα με το πνεύμα του Δία, ο οποίος κατά την εκφορά του άσματος πρέπει να μείνει σε απραξία, αλλά τότε ήταν εν δράσει. Ο Νηρέας τέλος ρυθμίζει τη θέση των δύο στόλων και όλα είναι έτοιμα για την περιγραφή της ναυμαχίας.
 Η προσδοκία, ωστόσο, του αναγνώστη δεν εκπληρώνεται προς το παρόν, καθώς η δράση αναστέλλεται από την εμφατική είσοδο του Απόλλωνα. Ο θεός αφήνοντας τη γενέτειρά του Δήλο (στ. 27-8) καταφθάνει στο Άκτιο και στέκεται  πάνω από το πλοίο του προστατευόμενού του συνοδευόμενος από μια τριπλή λάμψη φλόγας (στ. 29-30). Δεν πρόκειται όμως για τον Απόλλωνα ως θεό της ποίησης και της μουσικής, όπως παριστανόταν στο γλυπτό του Σκόπα που κοσμούσε τον Παλατίνο ναό και απεικόνιζε το θεό ως κιθαρωδό (2.31.5-6, hic quidam Phoebo visus mihi pulchrior ipso / marmoreus tacita carmen hiare lyra). Αντίθετα, ο ποιητής που στο παρελθόν απέρριπτε όποιον παρουσίαζε τον Απόλλωνα με όπλα (3.1.7: ah valeat, Phoebum quicumque moratur in armis!) και είχε εκφράσει την προτίμησή του για τον Κύνθιο Απόλλωνα των Γεωργικών του Βιργίλιου σε αντίθεση με τον Άκτιο Απόλλωνα της Αινειάδας (2.34.79-80: tale facis carmen docta testudine quale/ Cynthius impositis temperat articulis), εδώ εκμεταλλευόμενος τη διττή φύση του θεού τον παρουσιάζει όχι με την ανέμελη κόμη και την απόλεμη λύρα (inerme, imbelles), αλλά με την πολεμική του ιδιότητα. Δύο παρομοιώσεις έρχονται να επιτείνουν την εικόνα και να εμφανίσουν τον θεό ως τιμωρό και εκδικητή της ύβρεως. Η μία από την Ιλιάδα αναφέρεται στο λοιμό που έστειλε ο θεός στο στρατόπεδο του Αγαμέμνονα  θυμίζοντας έτσι και την σταθερή βοήθεια του Απόλλωνα προς τους Τρώες προγόνους. Στην άλλη ο Απόλλων έχει το τρομερό βλέμμα του  αφανιστή του κακού, όπως όταν σκότωσε τον Πύθωνα στους Δελφούς, μη αφήνοντας έτσι καμιά αμφιβολία για τις προθέσεις του απέναντι στους αντιπάλους του προστατευόμενού του: (στ. 31-6):
non ille attulerat crines in colla solutos
aut testudineae carmen inerme lyrae,
sed quali aspexit Pelopeum Agamemnona vultu,
egessitque avidis Dorica castra rogis,
aut quali flexos solvit Pythona per orbes
serpentem, imbelles quem timuere deae.
Η παρουσίαση αυτή του θεού ως τιμωρού ανακαλεί τις παραστάσεις στις θύρες του Παλατίνου ναού όπου εικονιζόταν η θανάτωση των παιδιών της Νιόβης και η εκδίωξη των Γαλατών από τους Δελφούς και παρουσιάζει έμμεσα τους αντιπάλους του Οκταβιανού ως αλαζόνες, οι οποίοι  nimium remis audent (στ.45).
Μετά την εντυπωσιακή του αυτή εμφάνιση ο θεός εκφωνεί ένα μακροσκελή λόγο (18 στίχοι), ο οποίος καταλαμβάνει το κεντρικό τμήμα του ποιήματος (στ.37-54). Η ομιλία του αυτή μοιάζει περισσότερο με προτρεπτικό λόγο στρατηγού πριν τη μάχη και έχει πυκνή συμβολιστική σημειολογία, καθώς ενσωματώνει πολλά στοιχεία της αυγούστειας προπαγάνδας. Ο θεός λοιπόν απευθύνεται στον Οκταβιανό, όχι απλώς προληπτικά ως Αύγουστο, τίτλο που του δόθηκε το 27 π.Χ. για την καθοριστική συμβολή του στην αποκατάσταση της res publica (Res Gestae 34), αλλά και αποδίδοντάς του μεσσιανικό ρόλο (στ.37):

  mox ait "o Longa mundi servator ab Alba,
Auguste, Hectoreis cognite maior avis
Ο χαρακτηρισμός servator ανακαλεί την επιγραφή re publica conservata που ήταν εγγεγραμμένη στην αψίδα που ανήγειρε η Σύγκλητος για το νικητή του Ακτίου Οκταβιανό. Η αναφορά στην Τροία και την Άλβα Λόνγκα, την οποία είχε ιδρύσει ο Ίουλος (Ασκάνιος), γιος του Αινεία και πρόγονος του Ρωμύλου και της Ιουλίας γενιάς, εμφανίζουν τον Οκταβιανό ως άξιο συνεχιστή της ηρωικής γραμμής που ξεκίνησε από τους Τρώες ήρωες και κατέληξε στον ίδιο. Ανακαλείται έτσι εδώ και η προφητεία του Δία στην Αινειάδα όπου γίνεται αναφορά στην ίδρυση της Άλβα Λόνγκα και στη συνέχιση της «γενιάς του Έκτορα» (1.270-4: imperio explebit, regnumque ab sede Lavini/ transferet, et Longam multa vi muniet Albam./ Hic iam ter centum totos regnabitur annos/ gente sub Hectorea…). Ο Απόλλων, λοιπόν, υπόσχεται τη βοήθειά του στον άξιο αυτό απόγονο, ο οποίος κατέχει ήδη τη στεριά και πρέπει να επικρατήσει και στη θάλασσα (στ.39-40: vince mari: iam terra tuast: tibi militat arcus/ et favet ex umeris hoc onus omne meis), προκαταβάλλοντας προφητικά την έκφραση terra marique που διαδόθηκε μετά τη νίκη. Ενθαρρύνει, λοιπόν, τον Οκταβιανό να ελευθερώσει από το φόβο τη χώρα του, η οποία είναι σύσσωμη στο πλευρό του (στ. 41-2):
solve metu patriam, quae nunc te vindice freta
imposuit prorae publica vota tuae.
Παραπέμπει έτσι εδώ ο ποιητής στην αυγούστεια προπαγάνδα της tota Italia στην οποία θα αναφερθεί και ο ίδιος ο Αύγουστος (Res Gestae 25.2) ισχυριζόμενος ότι πριν τη μάχη στο Άκτιο όλοι οι κάτοικοι της Ιταλίας ζήτησαν την αρχηγία του και πήραν όρκο πίστης προς το πρόσωπό του. Συγχρόνως υποβάλλεται και ένας παραλληλισμός ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Αύγουστο, καθώς ο θεός απευθύνει στον ηγεμόνα λέξεις και εκφράσεις που νωρίτερα αναφέρονταν στον ίδιο (στ. 27: se vindice και στ.41 te vindice, στ. 35: solve και στ.41: solvit).
Το ξετύλιγμα του ηρωικού παρελθόντος συνεχίζεται, καθώς σε μία σημαντική θέση, στη μέση του ποιήματος, ο ποιητής μέσα από το στόμα του θεού επανέρχεται στον Ρωμύλο, απόγονο του Ίουλου και ιδρυτή της Ρώμης, με τον οποίο συνήθιζαν να συσχετίζουν οι σύγχρονοί του τον Οκταβιανό. Ο Ρωμύλος, ο ιδρυτής της πόλης και ο Αύγουστος, ο σύγχρονος ηγεμόνας και σωτήρας της, τίθενται πλάι πλάι ανακαλώντας το 6ο βιβλίο της Αινειάδας όπου ο Βιργίλιος γειτνιάζει τις δύο μορφές, το γεννήτορα της Ρώμης και τον σωτήρα και επανιδρυτή της, «περικλείοντας» ανάμεσά τους την υπόλοιπη ρωμαϊκή ιστορία. Ο Βιργίλιος εκεί μάλιστα αναφέρεται στους οιωνούς που οδήγησαν το Ρωμύλο στην ίδρυση της Ρώμης (6.781-2):
en huius, nate, auspiciis illa incluta Roma
imperium terris, animos aequabit Olympo
Ομοίως και ο Προπέρτιος στην 4.6 κάνει λόγο για τους οιωνούς αυτούς του Ρωμύλου (στ. 43-4):
quam nisi defendes, murorum Romulus augur
ire Palatinas non bene vidit aves.
Εδώ, στα συμφραζόμενα της εμφύλιας ναυμαχίας, η αναφορά αυτή, που θυμίζει τη διαμάχη ανάμεσα στον Ρωμύλο και τον Ρέμο, έχει ιδιαίτερη συμβολική αξία, καθώς αντικατοπτρίζει τη διαμάχη ανάμεσα στον Οκταβιανό και τον Αντώνιο. Τώρα, στη μάχη αυτή, διακυβεύεται η επιβίωση και η διατήρηση του μεγαλείου της Ρώμης και ο Αύγουστος είναι αυτός που καλείται να σώσει την πόλη που ίδρυσε ο Ρωμύλος αναγκαζόμενος να καταφύγει σε έναν εμφύλιο πόλεμο, όπως αναγκάστηκε εκείνος να καταφύγει στην αδερφοκτονία. Ο ποιητής εξισώνει έτσι τη σημασία της ναυμαχίας του Ακτίου με την ίδρυση της Ρώμης και συνδέει τον Ρωμύλο με τον Αύγουστο, ο οποίος σύμφωνα με τον Σουητώνιο επανέλαβε τον οιωνό των δώδεκα πουλιών πάνω από τον Παλατίνο λόφο (Suet. Aug. 95).
Ωστόσο, τόσο η αδερφοκτονία όσο και η εμφύλια φύση του πολέμου δεν αναφέρονται άμεσα στην ελεγεία. Η αναφορά στα κενταύρεια σχέδια στις πρύμνες των αντιπάλων που ακολουθεί (στ. 49: quotque vehunt prorae Centauros saxa minantis) φέρνει στο νου τη μάχη τον μεθυσμένων Κενταύρων με τους Λαπίθες και ερμηνεύτηκε από ορισμένους μελετητές ως υπαινιγμός στη ροπή του Αντώνιου προς το πιοτό, αλλά πέρα από αυτόν τον αμφίβολο υπαινιγμό δεν υπάρχει καμία αναφορά στον Ρωμαίο αντίπαλο του Οκταβιανού. Ο Προπέρτιος ακολουθώντας την επίσημη αυγούστεια εκδοχή παρουσιάζει τον Οκταβιανό να πολεμά για το καλό της Ρώμης ενάντια σε μια ξένη γυναίκα (στ. 22: femineae, στ. 57: femina, στ. 65: mulier) και μάλιστα βασίλισσα. Τα regia vela (στ. 46), τα κατεστραμμένα σύμβολα της βασιλικής εξουσίας της Κλεοπάτρας, έχουν ιδιαίτερη σημασία εδώ, διότι οι βασιλιάδες ήταν μισητοί στους Ρωμαίους. Ενώ προς την ίδια κατεύθυνση χαρακτηριστική είναι και η αντίθεση ανάμεσα στα sceptra (στ. 58) από τη μία και τα libera signa (στ. 62) από την άλλη. Μόνο οι στ. 51-2 υπονοούν, αλλά συγχρόνως δικαιολογούν, την αδερφοκτόνο φύση του πολέμου, όταν ο σκοπός του είναι δίκαιος:
frangit et attollit vires in milite causa;
quae nisi iusta subest, excutit arma pudor.
Μετά τον λόγο του ο ίδιος ο Απόλλων ρίχνει τα βέλη του, ο Καίσαρ ακολουθεί το θεό κατά πόδας και οι δυνάμεις του επικρατούν (στ. 55-8):
dixerat, et pharetrae pondus consumit in arcus:
proxima post arcus Caesaris hasta fuit.
vincit Roma fide Phoebi: dat femina poenas:
sceptra per Ionias fracta vehuntur aquas.
Δεν υπάρχει, ωστόσο, ιδιαίτερη αναφορά στην ανδραγαθία του Οκταβιανού και των δυνάμεών του και η νίκη παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα της αξιόπιστης βοήθειας του θεού προς τον προστατευόμενό του. Δεδομένης, ωστόσο, της σχέσης του Οκταβιανού με τον Απόλλωνα, αλλά και του ευσεβούς και μετριοπαθούς προφίλ που υιοθέτησε ο Οκταβιανός μετά τη νίκη, η έμφαση αυτή στο θεό δεν είναι απαραίτητο να συνιστά προσπάθεια υποσκελισμού του Οκταβιανού εκ μέρους του ποιητή. Ο ρόλος του Απόλλωνα άλλωστε στη συγκεκριμένη ναυμαχία προβαλλόταν από το ίδιο το αυγούστειο περιβάλλον ως καταλυτικός. Ο Σουητώνιος μάλιστα αναφέρει ότι ο Οκταβιανός στο Άκτιο τίμησε το θεό ως χορηγό της νίκης (Suet. Aug. 18.2).  Διαφαίνεται ακόμη εδώ η πεποίθηση της αυγούστειας εποχής ότι οι θεοί στηρίζουν τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, για το καλό της οποίας ενεργεί ο Αύγουστος, αλλά και η πίστη σε μια αρμονική σχέση θεών και ανθρώπων, όταν οι δεύτεροι ενεργούν σύμφωνα με το θέλημα των πρώτων.
O θεός, λοιπόν, ανοίγει τη μάχη στο στ. 55 και η περιγραφή της λήγει στο στ. 58, όταν τα σύμβολα της δύναμης της Κλεοπάτρας (sceptra) παρασύρονται ρημαγμένα από τα κύματα του Ιονίου πελάγους. Περισσότερες λεπτομέρειες δε χρειάζονται. Ο ποιητής περνάει γρήγορα και περιεκτικά το γεγονός, υποδηλώνοντας ίσως έτσι και την εύκολη επικράτηση του εκλεκτού των θεών Οκταβιανού. Κυρίως όμως διότι έχει επίγνωση ότι οι πολεμικές περιγραφές, που ούτως ή άλλως είναι ξένες προς την ελεγεία, δεν ταιριάζουν ούτε καν σε αυτή τη νέα «πολιτική» μεταμόρφωση του είδους. Ο Προπέρτιος έτσι, μοιάζει να παραπέμπει τον αναγνώστη που επιθυμεί μία πιο «επική» πραγμάτευση του θέματος στο 8ο βιβλίο της Αινειάδας του Βιργίλιου με το οποίο βρίσκεται σε συνεχή διάλογο σε αυτό το κύριο μέρος της ελεγείας του. Ο Βιργίλιος εκεί, κατά την ἔκφρασιν της ασπίδας του Αινεία επιχειρώντας να μετατρέψει σε έπος ένα κομμάτι σύγχρονης ιστορίας, πραγματεύεται την καίρια αυτή για την επικράτηση του Οκταβιανού νίκη την οποία έχει προφητικά χαράξει ο Ήφαιστος στο κέντρο της ασπίδας (8.671-728). Η περιγραφή της ναυμαχίας ξεκινάει με παρόμοιο τρόπο στους δύο ποιητές, με μία σύντομη ἔκφρασιν δηλαδή της τοποθεσίας της ναυμαχίας. Στην πορεία όμως το διαφορετικό είδος και ποιητικό ύφος οδηγεί σε μία αισθητά διαφορετική περιγραφή των δύο στόλων και της πολεμικής τους δραστηριότητας. Στην εκτενή και μεγαλόπρεπη περιγραφή του Βιργίλιου, λοιπόν, η παράταξη του Οκταβιανού καταλαμβάνει 7 στίχους. Ο ίδιος ο Αύγουστος πρωτοστατεί (8.678 hinc Augustus agens Italos in proelia Caesar), ενώ στο πλευρό του βρίσκεται η Σύγκλητος, ο λαός της Ιταλίας και το σύνολο των πατρώων και των μεγάλων θεών (8.679: cum patribus populoque, penatibus et magnis dis). Ο στρατηγός του, Αγρίππας, παρουσιάζεται επίσης εν δράσει με μία σειρά από εικόνες που εκφράζουν έντονη κίνηση και δηλώνουν το πάθος των νικητών (8.683-4, parte alia ventis et dis Agrippa secundis / arduus agmen agens, cui, belli insigne superbum). Στην αντίπαλη παράταξη αφιερώνονται 4 στίχοι με φανερές πολιτικές αιχμές, καθώς ο στόλος τους αποκαλείται ops barbarica,  ο Αντώνιοs victor ex Aurora και η Κλεοπάτρα χαρακτηρίζεται Aegyptia coniunx (8.685-8), τονίζοντας έτσι την αντιπαράθεση ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή, στο ρωμαϊκό και βαρβαρικό στοιχείο.
Η επικών διαστάσεων μάχη περιγράφεται με εικόνες δηλωτικές της πολεμικής ορμής των δύο παρατάξεων (8.689-95):
una omnes ruere ac totum spumare reductis
convulsum remis rostrisque tridentibus aequor.        
.............................
tanta mole viri turritis puppibus instant.
stuppea flamma manu telisque volatile ferrum
spargitur, arva nova Neptunia caede rubescunt.  
Στη μάχη όμως συμμετέχουν ενεργά και οι θεοί, καθώς σε μια εικόνα που θυμίζει γιγαντομαχία οι θεοί της Ανατολής μάχονται ενάντια στους θεούς της Ρώμης (8.698-700):
omnigenumque deum monstra et latrator Anubis
contra Neptunum et Venerem contraque Minervam
tela tenent,
ενώ στη μέση της μάχης (700: medio in certamine) τοποθετούνται μία σειρά από θεότητες που συμβολίζουν την  τρέλα και την αγριότητα του πολέμου (700-03). Σε αυτό το κρίσιμο σημείο του αμφίρροπου πολέμου, πάνω από τις μαχόμενες ανθρώπινες και θεϊκές δυνάμεις, εμφανίζεται ο Άκτιος Απόλλων, ο οποίος προκαλεί τρόμο απλά και μόνο τραβώντας το τόξο του και κρίνει την έκβαση της μάχης τρέποντας σε φυγή όλες τις ανατολικές δυνάμεις του Αντώνιου, όπως δηλώνεται εμφατικά με το αναφορικό σχήμα (8.704-6):


Actius haec cernens arcum intendebat Apollo
desuper; omnis eo terrore Aegyptus et Indi,            
omnis Arabs, omnes vertebant terga Sabaei.
Η Κλεοπάτρα ηττημένη τρέπεται σε φυγή (707 ventis regina vocatis), ενώ ο Οκταβιανός μετά τη νίκη και τη θριαμβευτική του είσοδο στη Ρώμη, παρουσιάζεται να στέκεται στα σκαλιά του Παλατίνου ναού του Απόλλωνα και να παρακολουθεί την τέλεση των εορτασμών για τη νίκη υποδηλώνοντας έτσι την προβαλλόμενη από την αυγούστεια προπαγάνδα σύνδεση της ανέγερσης του ναού με τη ναυμαχία στο Άκτιο (8.720: ipse sedens niveo candentis limine Phoebi…). Έτσι, η θριαμβευτική πομπή από το ναό του Iuppiter Optimus Maximus στο Καπιτώλιο, παραδοσιακό σύμβολο της ρωμαϊκής δύναμης, μεταφέρεται στον Παλατίνο ναό που συμβολίζει την επικράτηση του Οκταβιανού και της νέας εποχής για τη Ρώμη.
Ο Προπέρτιος εκμεταλλεύεται πολλά από τα στοιχεία αυτού του αποσπάσματος με διάθεση, ωστόσο, όχι μίμησης, αλλά δημιουργικού διαλόγου και διαφοροποίησης. Έτσι, στις επικές σκηνές μάχης του Βιργίλιου, ο Προπέρτιος αντιτάσσει εικόνες στατικές (στ. 19-20: …stetit aequore moles/ pinea…), καθώς μάλιστα η δράση αναστέλλεται με τον μακροσκελή λόγο του Απόλλωνα για να περιοριστεί τελικά σε 4 στίχους (4.6.55-8). O ποιητής δεν περιγράφει τη ναυμαχία καθαυτή, δεν αναφέρεται στην ανδραγαθία του Οκταβιανού και της παράταξής του, ούτε δίνει ιστορικές πληροφορίες, αφού παραλείπει ακόμη και το όνομα του Αγρίππα. Ακόμη απουσιάζει οποιαδήποτε αναφορά στον Αντώνιο και ο ποιητής φαίνεται να αποφεύγει τις πολιτικές όψεις της ναυμαχίας, ενώ και η αντίθεση ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση δεν είναι τόσο έντονη εδώ όσο ήταν στον Βιργίλιο.
Η μεγαλύτερη διαφορά ωστόσο έχει να κάνει με το ρόλο του  Απόλλωνα. O Βιργίλιος, όπως είδαμε, ήταν ο πρώτος που μετέτρεψε την προωθούμενη από το αυγούστειο περιβάλλον συμβολή του θεού στη νίκη σε ζωντανή και μεγαλόπρεπη αφηγηματική σκηνή επηρεάζοντας τους ποιητές που καταπιάστηκαν έπειτα με τη μάχη. Ο Προπέρτιος, λοιπόν, υιοθετεί τον αποφασιστικό ρόλο του θεού και την  σύνδεση του Παλατίνου ναού με τη νίκη στο Άκτιο, αλλά προχωράει πολύ περισσότερο δίνοντας στα στοιχεία αυτά κεντρικό ρόλο στο ποίημά του. Έτσι, ο Απόλλων που καταφθάνει από τη Δήλο και όχι από το κοντινό του ιερό πρωταγωνιστεί στο ποίημα και ο λόγος του δεσπόζει στο κύριο μέρος του. Ακόμη, ενώ  στην Αινειάδα ο Απόλλων παρεμβαίνει στη ναυμαχία στο τέλος μιας ομάδας θεών που επίσης παίρνουν μέρος στο πλευρό του Οκταβιανού, στον Προπέρτιο, είναι ουσιαστικά ο μόνος θεός που συμμετέχει ενεργά στη μάχη και ο μόνος που χρειάζεται, αφού η συμβολή του αρκεί για να φέρει τη νίκη. Η συμβολή του μάλιστα παρουσιάζεται με θαυματικό τρόπο, καθώς ένα βέλος του θεού εξολοθρεύει δέκα πλοία των αντιπάλων (4.6.68: una decem vicit missa sagitta rates),  απαντώντας έτσι εξίσου εντυπωσιακά στην βιργιλιανή υπερβολή της τρομοκράτησης και φυγής των αντιπάλων απλά και μόνο στη θέα του θεού που τραβάει το τόξο του.  Αυτή η μετατόπιση όλου του βάρους στον Απόλλωνα, αλλά και η πρόθεσή του ποιητή να ανακαλέσει και συγχρόνως να διαφοροποιηθεί από το διακείμενό του είναι ιδιαίτερα εμφανής και από δύο αποσπάσματα που παρουσιάζουν έντονες λεκτικές ομοιότητες. Στη Αινειάδα, δηλαδή, ο ποιητής παρουσιάζει τον Καίσαρα να στέκεται στην πρύμνη του πλοίου με δύο φλόγες να φεγγοβολούν γύρω από το κεφάλι του και κοσμημένος από το Ιούλιο άστρο (8.680-1: stans celsa in puppi, geminas cui tempora flammas / laeta vomunt patriumque aperitur vertice sidus). Ο Προπέρτιος κρατώντας πολλά από τα λεκτικά στοιχεία της σκηνής τοποθετεί στη θέση του Καίσαρα τον Απόλλωνα, ο οποίος ακολουθείται από μία τριπλή λάμψη φλόγας (στ. 29 astitit Augusti puppim super, et nova flamma / luxit in obliquam ter sinuata facem.). Η «αντικατάσταση» αυτή, είτε ερμηνευθεί ως υποσκελισμός του Οκταβιανού, είτε ως εξύψωσή του μέσω της ταύτισης με το θεό, κάνει φανερό ότι ο ποιητής ρίχνει όλο το βάρος στην προβολή της θεϊκής εύνοιας προς το πρόσωπο του Οκταβιανού δημιουργώντας έτσι μία θρησκευτική, υποβλητική ατμόσφαιρα, πιο ταιριαστή στην ελεγεία του από την επική πραγμάτευση του Βιργίλιου.
Αυτό που απουσιάζει από την αντίστοιχη σκηνή του Προπέρτιου είναι το Ιούλιο άστρο, ο κομήτης που κατά την παράδοση εμφανίστηκε τον Ιούλιο του 44 π.Χ., κατά την τέλεση των εορτών προς τιμήν του Καίσαρα που τέλεσε ο Οκταβιανός μετά το θάνατο του και θεωρήθηκε σημείο της θεοποίησής του. Ο ποιητής όμως δεν παραλείπει να συμπεριλάβει τον κομήτη και τον ίδιο τον Ιούλιο Καίσαρα στη συνέχεια και της δικής του αφήγησης, έχοντας σαφώς υπ’όψιν ότι επρόκειτο για ένα πολύ σημαντικό σύμβολο της αυγούστειας προπαγάνδας, καθώς η μνήμη του Καίσαρα, θετού του πατέρα, ήταν ένα ισχυρό πολιτικό κεφάλαιο για τον Οκταβιανό, ο οποίος προέβαλλε συστηματικά τη θεοποίησή του. Ο Προπέρτιος, ωστόσο, καταφέρνει και πάλι να πρωτοτυπήσει, καθώς η παρέμβαση του Καίσαρα που κοιτώντας από το άστρο του τα κατορθώματα του Οκταβιανού νιώθει τη δική του θεϊκή υπόσταση επιβεβαιωμένη, σαν αυτή να είχε τεθεί υπό αμφισβήτηση (στ. 60: sum deus; est nostri sanguinis ista fides), προσδίδει ένα ελαφρά κωμικό τόνο στο ποίημα και διαφέρει από την υποβλητική εικόνα του Βιργίλιου. Ο Οκταβιανός, ωστόσο, μέσω αυτής της παράδοξης έστω παρέμβασης εξαίρεται και η θεοποίησή του προβάλλεται ως βέβαιη, αφού μέσω αυτού κατοχυρώνεται και η θεοποίηση του «προγόνου» του.
Αμέσως έπειτα η αναφορά στη ναυμαχία ολοκληρώνεται με τον Τρίτωνα και τις θαλάσσιες θεότητες που επισφραγίζουν τη νίκη (στ. 61-2: prosequitur cantu Triton, omnesque marinae/ plauserunt circa libera signa deae). Με την αναφορά του Τρίτωνα εδώ ο ποιητής παραπέμπει στην εικαστική γλώσσα που ανακαλούσε το γεγονός μέσα στη Ρώμη, καθώς οι Τρίτωνες και οι θαλάσσιες θεότητες σε συνδυασμό με άλλα απλά σύμβολα, όπως δελφίνια, πλοία και έμβολα, αποτελούσαν τα νέα σύμβολα που μνημόνευαν τη νίκη και διαδόθηκαν ευρύτατα. Αυτού του είδους τα εικαστικά στοιχεία που περιλαμβάνονται στην ελεγεία 4.6 οδήγησαν στην αναπόδεικτη, αλλά ελκυστική άποψη ότι το ποίημα είναι στην ουσία μία ἔκφρασις ενός εικαστκού έργου, μιας τοιχογραφίας ή εικόνας που αναπαριστούσε τη ναυμαχία του Ακτίου και βρισκόταν μέσα στον Παλατίνο ναό. Αν δεχτούμε την άποψη αυτή τότε αυτόματα εντοπίζουμε και μία ακόμη ομοιότητα ανάμεσα στο απόσπασμα από την Αινειάδα και στην 4.6, καθώς και τα δύο λειτουργούν ως περιγραφές ενός εικαστικού έργου.
Ο φακός στη συνέχεια μετατίθεται απότομα από το νικητή στους ηττημένους. Η ταπεινωμένη Κλεοπάτρα, την οποία ο ποιητής αποκαλεί περιφρονητικά απλώς femina, τιμωρήθηκε και το μόνο που της μένει είναι να διαλέξει τον τρόπο και τον τόπο του θανάτου της διαφεύγοντας και προτιμώντας την αυτοκτονία από την συμμετοχή στον θρίαμβο του Οκταβιανού, που θα ήταν ταπεινωτική για την ίδια, αλλά που κατά τον ποιητή θα εκθήλυνε και τον ίδιο το θρίαμβο (στ. 65: di melius! quantus mulier foret una triumphus…). Η περιφρόνηση προς τη γυναίκα που διακρίνεται εδώ έρχεται σε αντίθεση με την κυρίαρχη, σχεδόν δεσποτική θέση της domina στην ερωτική ελεγεία γενικά και στα τρία προηγούμενα βιβλία του Προπέρτιου ειδικότερα. Έτσι, ενώ στην 3.11 η Κλεοπάτρα είναι ένα από τα παραδείγματα γυναικείας ισχύος που φέρνει ο ποιητής με αφορμή την προσωπική του υποταγή στην ερωτική του domina, εδώ όλα έχουν υποταχτεί στην αυγούστεια επιτυχία. Σε αντίθεση όμως με την Επωδό 9 του Οράτιου όπου ο Οκταβιανός παρουσιάζεται να ξεπερνά ακόμη και τον Μάριο και τη δόξα της νίκης του επί του Ιουγούρθα, ο Προπέρτιος υπονοώντας ότι μπροστά στον Ιουγούρθα η Κλεοπάτρα είναι ανάξιος αντίπαλος είναι σαν να υπονοεί ότι εκείνος ο θρίαμβος ήταν μεγαλύτερος και πιο σημαντικός και δίνει την εντύπωση ότι κριτικάρει ελαφρώς τον Οκταβιανό για την επιθυμία του να επιδείξει την Κλεοπάτρα κατά την θριαμβική του είσοδο στη Ρώμη.
 Με την αναφορά, ωστόσο, και στους ηττημένους η «πολεμική» ενότητα του ποιήματος ολοκληρώνεται. Το αἴτιον έχει ερμηνευθεί και ο Απόλλων έχει κερδίσει επάξια τον τίτλο Actius και κατ’ επέκταση τα μνημεία της νίκης, ανάμεσα στα οποία συγκαταλέγεται προφανώς και ο Παλατίνος ναός κλείνοντας έτσι κυκλικά την ενότητα (στ. 67-8):
Actius hinc traxit Phoebus monumenta, quod eius
una decem vicit missa sagitta rates.
Μία αμυδρή αίσθηση ανακούφισης που θυμίζει κάτι από την παλιά ελεγειακή απροθυμία προς τον πόλεμο μοιάζει να διακρίνεται στα λόγια του ποιητή, όταν η διττή φύση του Απόλλωνα γίνεται το «όχημα» για να μεταβεί στο τελευταίο τμήμα του ποιήματός του (στ.69-70):
bella satis cecini: citharam iam poscit Apollο
victor et ad placidos exuit arma choros.
Ο Απόλλων, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση του αἰτίου, αποθέτει τον οπλισμό του και ενδύεται τη γνώριμη κιθαρωδική του αμφίεση απαιτώντας χορό και τραγούδι. Έτσι, η ελεγεία που ξεκίνησε τελετουργικά θα κλείσει κυκλικά με μία τελετή. Τώρα πρόκειται για ένα συμπόσιο όπου ο ποιητής είναι έτοιμος να περάσει τη νύχτα του με κρασί και τραγούδι, ενώ ο Βάκχος είναι ο τελευταίος θεός που συμπεριλαμβάνεται στο ποίημα, όχι όμως ως αρωγός σε πολεμικά έργα, αλλά ως παραστάτης και εμπνευστής της ποίησης (στ. 71-76):
candida nunc molli subeant convivia luco;
blanditiaeque fluant per mea colla rosae,
vinaque fundantur prelis elisa Falernis,
perluat et nostras spica Cilissa comas.
ingenium potis irritat Musa poetis:
Bacche, soles Phoebo fertilis esse tuo
To σκηνικό είναι γνώριμο από προηγούμενες ελεγείες, όπου ο ποιητής απολάμβανε το otium και την πολυτέλεια που του εξασφάλιζε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία πίνοντας κρασί και υμνώντας τον έρωτα. Το περιεχόμενο, ωστόσο, των τραγουδιών αυτή τη φορά επιφυλάσσει εκπλήξεις για τον αναγνώστη, καθώς το ελεγειακό σκηνικό εδώ φιλοξενεί σοβαρή ρωμαϊκή θεματολογία. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα επίσημο δείπνο όπου συμμετέχουν σύγχρονοι ποιητές φορώντας λευκά, οι οποίοι υμνούν τις στρατιωτικές επιτυχίες του αυτοκράτορα τα τελευταία χρόνια (στ. 77-78). Συγκεκριμένα γίνεται αναφορά στις εκστρατείες ενάντια στους Συγάμβρους και στην Αιθιοπία. Γίνεται τέλος λόγος και για την περιβόητη εκστρατεία εναντίον των Πάρθων (στ. 79 κ.ε.), η οποία είχε αναβληθεί επ’ αόριστο χάρη στην ανάκτηση των ρωμαϊκών λαβάρων που πέτυχε με διπλωματικό τρόπο ο Αύγουστος, ο οποίος προέβαλε το γεγονός αυτό ως μεγάλη διπλωματική επιτυχία (R.G. 29.2). Η υιοθέτηση, ωστόσο, από τον Αύγουστο  των εγγονών του, Γάιου και Λούκιου (Δίων 54.18.1), έδωσε την ευκαιρία στον Προπέρτιο να κολακεύσει την οικογένεια εκδηλώνοντας την πεποίθηση και επιθυμία του να οργανωθεί από αυτούς η αναβληθείσα εκστρατεία (στ. 81-4: sive aliquid pharetris Augustus parcet Eois,/ differat in pueros ista tropaea suos./ gaude, Crasse, nigras si quid sapis inter harenas:/ ire per Euphraten ad tua busta licet.).
Ο ποιητής, λοιπόν, ενώ στα υπόλοιπα τρία βιβλία περιοριζόταν σε επιφανειακούς επαίνους και σύντομες πολιτικές αναφορές (2.10.4) και βιαζόταν να επιστρέψει στην ιδιωτική σφαίρα, τώρα ακόμη και στον ιδιωτικό του κύκλο, ακόμα και τη στιγμή του συμποσίου, καταπιάνεται με το μεγαλείο της Ρώμης και του Αύγουστου. Το γεγονός ότι οι έπαινοι εδώ τοποθετούνται στο στόμα άλλων, σύγχρονών του ποιητών, παρά την όποια αποστασιοποίηση δημιουργεί ανάμεσα στον Προπέρτιο και στο πολιτικό και επαινετικό περιεχόμενο των στίχων, δεν αμβλύνει την εντύπωση που προκαλεί ο εντελώς διαφορετικός χαρακτήρας αυτού του συμποσίου από τα ανάλαφρα συμπόσια του παρελθόντος. Ο εορτασμός είναι ολονύχτιος  και οι πρώτες ακτίνες του ήλιου βρίσκουν τον Προπέρτιο και τους ποιητές-συμποσιαστές να εξυμνούν τον αυτοκράτορα εν μέσω σπονδών και κρασιού (στ. 85-6):
sic noctem patera, sic ducam carmine, donec
iniciat radios in mea vina dies.
Το ποίημα λοιπόν κλείνει με το ελεγειακό σκηνικό να «αγκαλιάζει» μέχρι τέλους την εθνική ποίηση και τον Αύγουστο. Το επικό θέμα του ποιήματος απογυμνωμένο κατά το δυνατόν περισσότερο από πολεμικές αναφορές προσαρμόστηκε στην ελεγεία του Προπέρτιου και η ελεγεία διευρυμένη και πιο «αυγούστεια» από ποτέ το ύμνησε χωρίς να εξαφανίσει την ποιητική ταυτότητα του δημιουργού της παράγοντας έτσι ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά ποιήματα του 4ου βιβλίου.

4.10
Iuppiter Feretrius


Η ελεγεία 4.10 είναι το τελευταίο αιτιολογικό ποίημα του 4ου βιβλίου, το οποίο επαναφέρει το σοβαρό ύφος της ελεγείας του Ακτίου (4.6) διαφέροντας έτσι από το πιο «ανάλαφρο» ποίημα που προηγήθηκε (4.9). Στο σύντομο αυτό ποίημα (48 στίχοι) ο Προπέρτιος καταπιάνεται με ένα ακόμη σημαντικό ιερό της αυγούστειας εποχής, τον ναό του Iuppiter Feretrius. Ήδη στους πρώτους στίχους ο ποιητής δίνει το ποιητολογικό του στίγμα παραπέμποντας στα Αἴτια του Καλλίμαχου και διακηρύσσει τον αιτιολογικό χαρακτήρα της ελεγείας, καθώς αφετηρία του ποιήματός του είναι η ερμηνεία του λατρευτικού τίτλου Feretrius (1, Nunc Iovis incipiam causas aperire Feretri). Το μεγαλύτερο μέρος του ποιήματος, ωστόσο, αφιερώνεται στην περιγραφή τριών πολεμικών στιγμιότυπων, τα οποία είναι στενά συνδεδεμένα με το ιερό του Iuppiter Feretrius και την αφιερωματική λειτουργία του. Το αιτιολογικό στοιχείο διαπλέκεται έτσι με το πολεμικό στο πλαίσιο αυτού του διευρυμένου ειδολογικά τύπου ελεγείας που παρουσιάζει ο ποιητής στο 4o βιβλίο πειραματιζόμενος με τις προσδοκίες των αναγνωστών και με τις «αντοχές» του ελεγειακού είδους.
Το ιερό του Iuppiter Feretrius σύμφωνα με τον Λίβιο (1.10.5-7) ιδρύθηκε στο λόφο του Καπιτωλίου από τον Ρωμύλο, ο οποίος, αφού νίκησε σε μονομαχία τον Άκρωνα, βασιλιά μιας μικρής σαβινικής πόλης, αφιέρωσε εκεί τον οπλισμό του σηματοδοτώντας έτσι τη σταδιακή μεταμόρφωση της Ρώμης από αγροτική κοινότητα σε υπολογίσιμη δύναμη. Η μορφή του αρχικού ιερού δεν είναι γνωστή. Ο Λίβιος αναφέρει ότι το παλιό κτίσμα αναστηλώθηκε από τον Α. Μάρκιο (1.33.9). Ο Οκταβιανός ωστόσο βρήκε το ναό υπό κατάρρευση και χωρίς οροφή και έπειτα από παραίνεση του Αττικού τον συμπεριέλαβε στο αναστηλωτικό του πρόγραμμα γύρω στο  32-31 π.Χ.. Ο ναός έγινε έτσι ένας από τους 12 πρώτους από τους 82 συνολικά ναούς που αναστηλώθηκαν στη συνέχεια στα πλαίσια του προγράμματος θρησκευτικής ανανέωσης του Αύγουστου. Σε αυτό το ιερό γινόταν η αφιέρωση των spolia opima, τα οποία αποτελούσαν ύψιστη στρατιωτική τιμή για τους Ρωμαίους. Ένας Ρωμαίος στρατηγός, δηλαδή, ο οποίος, κατά το παράδειγμα του Ρωμύλου, σκότωσε τον αντίπαλο αρχηγό στη μάχη και αφαίρεσε τον οπλισμό του, δικαιούταν να τον αφιερώσει στο ιερό. Τρεις μόνο Ρωμαίοι κατάφεραν να αφιερώσουν spolia opima, ο Ρωμύλος, ο Α. Κορνήλιος Κόσσος και ο Μ. Κλαύδιος Μάρκελλος στους οποίους αφιερώνεται το κύριο μέρος της ελεγείας.
Το ποίημα έχει απλή και ευκρινή δομή. Προτάσσονται τέσσερις προλογικοί στίχοι όπου ο ποιητής κάνει προγραμματικές δηλώσεις, ακολουθεί το κύριο μέρος της αφήγησης (40 στίχοι), το οποίο πραγματεύεται τα τρία περιστατικά απόκτησης των spolia opima και το ποίημα κλείνει με τέσσερις στίχους, όπου επαναφέρεται κυκλικά το ζήτημα της ετυμολόγησης τoυ λατρευτικού τίτλου Feretrius.
Οι στίχοι 1-4, λοιπόν, αποτελούν το ποιητολογικά φορτισμένο προοίμιο:
Nunc Iovis incipiam causas aperire Feretri
armaque de ducibus trina recepta tribus.
magnum iter ascendo, sed dat mihi gloria vires:
non iuvat e facili lecta corona iugo.
Ο ποιητής ανακαλεί την εισαγωγική ελεγεία του βιβλίου και το ρόλο του ως Ρωμαίου Καλλίμαχου που είχε διακηρύξει προγραμματικά εκεί (4.1a.63-4) και πιστός στη δήλωση ότι θα ασχοληθεί με θρησκευτικά και αρχαιογνωστικά θέματα (4.1.69: sacra diesque canam et cognomina prisca locorum) διακηρύσσει τον αιτιολογικό χαρακτήρα και το θέμα της ελεγείας του (4.10.1). O όρος causas αντιστοιχεί στον ελληνικό όρο αἴτιον και παραπέμπει στα Αἴτια του Καλλίμαχου. Ο Προπέρτιος, ωστόσο, δε διστάζει να αναμείξει ειδολογικά στοιχεία καθώς πλάι στο καλλιμαχικό αυτό causas τοποθετεί το επικό arma. Ανακαλεί έτσι την αρχή της Αινειάδας (1.1, Arma virumque cano), όπου μάλιστα οι λέξεις causas και arma συνυπάρχουν επίσης (1.8-9, Musa, mihi causas memora, quo numine laeso, / quidve dolens, regina deum tot volvere casus). Στην Αινειάδα, ωστόσο, η λέξη causas δεν έχει την τεχνική έννοια του καλλιμαχικού αἰτίου, αλλά αναφέρεται απλώς στους λόγους που προκάλεσαν την οργή της Ήρας προς τον Αινεία. Ο Προπέρτιος αντίθετα δεν αποφορτίζει κανέναν από τους δύο όρους από τις ειδολογικές του συνδηλώσεις. H λέξη arma, ωστόσο, τοποθετείται στην αρχή του πεντάμετρου και όχι του εξάμετρου, επιλογή που είναι πιθανό να υπονοεί ότι ο ποιητής θα πραγματευτεί το επικό θέμα με ελεγειακό τρόπο.
Στο πρώτο αυτό δίστιχο τώρα εκτός από το θέμα και την ειδολογική ταυτότητα ο ποιητής φροντίζει να δώσει και στοιχεία για τη δομή. Έτσι η έμφαση στον αριθμό τρία που εντοπίζεται εδώ με το πολύπτωτον (4.10.2 trina…tribus), πέρα από τη σημασία της για τη στάση του ποιητή απέναντι στον Αύγουστο, η οποία θα μας απασχολήσει στη συνέχεια, αντιστοιχεί στην τριαδική δομή του κύριου μέρους του ποιήματος.
Στο δεύτερο δίστιχο του προοιμίου στο επίκεντρο βρίσκεται η ποιητική δόξα. Ο Προπέρτιος έχει επίγνωση ότι το θέμα του είναι πιο υψηλό απ’ ό,τι συνήθως, αυτή τη φορά όμως δε θα επικαλεστεί την αδυναμία του ή την ανικανότητά του για να αποποιηθεί το εγχείρημα, όπως έκανε σε ποιήματα των προηγούμενων βιβλίων, αλλά θα το αναλάβει επιζητώντας τη σύγχρονη αναγνώριση (4.10.3, magnum iter ascendo sed dat mihi gloria vires), που η ερωτική του ελεγεία δεν μπορούσε να του εξασφαλίσει στο βαθμό που θα ήθελε. Το θέμα της φήμης έχει απασχολήσει τον ποιητή και σε άλλες ελεγείες. Αυτό που ξενίζει εδώ τον αναγνώστη είναι η χρήση του όρου magnum με θετική έννοια, αφού συνήθως οι νεοτερικοί ποιητές χρησιμοποιούν τον όρο αυτό για να ορίσουν την ποιητική πρακτική που δεν ακολουθούν οι ίδιοι. Ωστόσο, όταν η έννοια του μεγάλου συνδέεται με τη δόξα, αποκτά συχνά θετική έννοια για τους νεοτερικούς ποιητές, οι οποίοι διαχωρίζουν τη φυσιογνωμία της ποίησής τους η οποία είναι «λεπτή» (tenuis) από τη φήμη που φιλοδοξούν να τους αποφέρει. Έτσι ο Προπέρτιος αναζητώντας τη μεγάλυνση και τη σύγχρονη αναγνώριση υιοθετεί την αντινομία αυτή, όπως κάνει και σε άλλα σημεία του έργου του, με τη σημαντική διαφορά ότι εδώ και το ίδιο το θέμα του ποιήματος είναι επικών διαστάσεων και έτσι το magnus δεν αναφέρεται μόνο στη δόξα που ελπίζει ο ποιητής να του αποφέρει το ποίημα, αλλά και στο υψηλό περιεχόμενό του. Ωστόσο, το επικών διαστάσεων θέμα συνδυάζεται με τις καλλιμαχικές αρχές, καθώς το τιμητικό στεφάνι που διεκδικεί ο ποιητής δεν παραπέμπει μόνον στη hirsuta corona του Έννιου, αλλά και στο αίτημα του Καλλίμαχου για δύσκολα ποιητικά εγχειρήματα (non iuvat e facili lecta corona iugo).
Μετά την ολοκλήρωση του προοιμίου η έντονα ποιητολογική γλώσσα υποχωρεί και η αιτιολογία μένει μετέωρη, καθώς αναβάλλεται για το τέλος του ποιήματος δίνοντας τη θέση της στο «επικό» μέρος της ελεγείας.  Στο κύριο μέρος, λοιπόν, στο επίκεντρο βρίσκεται το στρατιωτικό μεγαλείο της Ρώμης μέσα από τρία επίλεκτα επεισόδια που κοινό τους θέμα είναι τα spolia opima. Ο Προπέρτιος έτσι υιοθετεί μία από της τεχνικές της Αινειάδας, την ενσωμάτωση δηλαδή στιγμιοτύπων της ρωμαϊκής ιστορίες, που εκεί συναντάται στις αφηγηματικές προβολές στο μέλλον. Στο 6ο βιβλίο μάλιστα εμφανίζονται και οι τρεις αφιερωτές των spolia opima (Romulus: 779-780, Cossus: 841, Marcellus: 855-859), ενώ ο Ρωμύλος και ο Αύγουστος “συνεξετάζονται” σε ένα εκτενές χωρίο που δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον δεύτερο.
Έτσι και ο Προπέρτιος ξεκινάει με το επεισόδιο του ιδρυτή της Ρώμης  Ρωμύλου (4.10.5, imbuis exemplum primae tu, Romule, palmae), ο οποίος σκοτώνει τον βασιλιά της Καινίνης, μιας σαβινικής πόλης κοντά στη Ρώμη και αφιερώνει τον οπλισμό του αντιπάλου στον Δία. Ο Ρωμύλος είναι ένα από τα συνεκτικά στοιχεία των αιτιολογικών ελεγειών του τετάρτου βιβλίου, αφού σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό ο ίδιος και η εποχή του αναφέρονται στις περισσότερες από αυτές. Στο ποίημα αυτό, ωστόσο, ο ήρωας εμφανίζεται για πρώτη φορά ως πρωταγωνιστής, ο οποίος μάλιστα παίρνει τη μερίδα του λέοντος σε σχέση με τους άλλους δύο πρωταγωνιστές, καθώς του αφιερώνονται 18 στίχοι έναντι των 16 για τον Κόσσο και των μόλις 6 που αφιερώνονται στον Μάρκελλο. Ο ποιητής λοιπόν προτάσσει τον ιδρυτή της Ρώμης, τον ήρωα με τον οποίο επεδίωκε να συσχετίζεται ο Αύγουστος και με τον οποίο τον συνέδεαν συχνά και οι άλλοι αυγούστειοι ποιητές. Ο Ρωμύλος, ωστόσο, είναι ένα πρόσωπο με αμφιλεγόμενες όψεις, καθώς από τη μία τον τιμούσαν ως ιδρυτή της πόλης, στρατιωτικό ηγέτη και οιωνοσκόπο, από την άλλη όμως σκίαζε το όνομά του η αδερφοκτονία, βασικό και ασφαλώς γνωστό σε όλους στοιχείο του μύθου του. Ο Προπέρτιος στην πραγμάτευση του επεισοδίου δεν αναφέρεται καθόλου στην αδερφοκτονία, ενώ αποδίδει στον Ρωμύλο τον τιμητικό τίτλο (4.10.17) urbis virtutisque parens θυμίζοντας τον τίτλο pater patriae που αποδιδόταν στον Αύγουστο. Ωστόσο δε διστάζει να δώσει έμφαση στα άγρια και πρωτόγονα στοιχεία του χαρακτήρα του γενάρχη της πόλης. Όπως δηλαδή στην ελεγεία 4.4 έβαλε στο στόμα της Ταρπηΐας λόγια που τόνιζαν τη σκληρότητα του τραφέντος από τη λύκαινα ήρωα, έτσι κι εδώ ο Ρωμύλος παρουσιάζεται και πάλι σκληραγωγημένος και αγριωπός με τη λιτή κατοικία του, τον αγροτικό τρόπο ζωής του και τον πρωτόγονο οπλισμό του (4.10.17-22):
Urbis virtutisque parens sic vincere suevit,
qui tulit a parco frigida castra lare.
idem eques et frenis, idem fuit aptus aratris,
et galea hirsuta compta lupina iuba
picta neque inducto fulgebat parma pyropo:                                      
praebebant caesi baltea lenta boves.
Ωστόσο η παρουσίαση αυτή δεν είναι απαραίτητο να υποκρύπτει επιθυμία «δυσφήμησης» του Ρωμύλου, όπως ερμηνεύτηκε από κάποιους μελετητές, καθώς ο αγρότης και δεινός πολεμιστής Ρωμύλος με τις λιτές και σκληρές συνθήκες ζωής του είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα της πρωτόγονης εποχής της Ρώμης, όπως την φαντάζονταν οι μεταγενέστεροι Ρωμαίοι. Εξάλλου στην 4.1, ο ποιητής τονίζει την τραχύτητα και την απλότητα των αντικειμένων (et galea hirsuta…/ picta neque… parma/ …caesi baltea lenta boves ). Μια λεπτομέρεια, ωστόσο, ξαφνιάζει πράγματι τον αναγνώστη. Αναφέρεται δηλαδή ότι το κράνος του Ρωμύλου ήταν από δέρμα λύκου (20, et galea hirsuta compta lupina iuba) κάτι που μοιάζει ιδιαίτερα αποκρουστικό, καθώς ο Ρωμύλος και ο φονευθείς αδερφός του «ανατράφηκαν» από μια λύκαινα, και μοιάζει ανεπαίσθητα να υπαινίσσεται στον αναγνώστη ότι εδώ έχει αποσιωπηθεί η ύπαρξη του άλλου αδελφού και ο φόνος του από τον Ρωμύλο.
Όσον αφορά τώρα τον αντίπαλο του Ρωμύλου, τον Άκρωνα, και εδώ ο ποιητής επιφυλάσσει μία έκπληξη για τον αναγνώστη καθώς τον παρουσιάζει ως απόγονο του Ηρακλή (4.10.9, Acron Herculeus), κάτι που δεν αναφέρεται σε κάποια άλλη από τις πηγές. Η καινοτομία αυτή του Προπέρτιου γέννησε συζητήσεις, καθώς ο Ηρακλής ήταν ένας από τους ήρωες με τους οποίους συσχετιζόταν ο Αύγουστος, και συνεπώς παραξενεύει η σύνδεσή του με τον εχθρό του Ρωμύλου. Ο συσχετισμός αυτός, ωστόσο, σε συνδυασμό με το horror erat του στ. 10 διαμορφώνουν την εικόνα ενός αντάξιου για το Ρωμύλο αντίπαλου.
Ο Άκρων λοιπόν σύμφωνα με την παράδοση επιτέθηκε στη Ρώμη μετά την αρπαγή των γυναικών από τη Σαβίνη, νικήθηκε όμως από το Ρωμύλο, ο οποίος μετά τη νίκη του θεμελίωσε το ιερό του Φερέτριου Δία στο λόφο του Καπιτωλίου και αφιέρωσε εκεί τα όπλα του αντίπαλου αρχηγού. Στην 4.10 ο Ρωμύλος αφιερώνει στον Δία τον ίδιο τον Άκρωνα πριν καν τον φονεύσει (4.10.15, Iuppiter, haec hodie tibi victima corruet Acron). Το θέμα της ευσέβειας που εισάγεται εδώ και η βοήθεια των θεών προς τους Ρωμαίους είναι ένα από τα μοτίβα που θα ξανασυναντήσουμε στη συγκεκριμένη ελεγεία και το οποίο τονίστηκε ιδιαίτερα στην ελεγεία 4.6. Ένα άλλο, ωστόσο, κοινό μοτίβο των τριών επεισοδίων είναι η βία και η ωμότητα που προηγείται της ευσεβούς αφιέρωσης των λαφύρων. Έτσι ο Άκρων ως σφάγιο φονεύεται στο όνομα του Δία και τα όπλα του αποσπώνται για να λειτουργήσουν ως αφιερώματα, τα οποία ωστόσο αποκτήθηκαν με αιματηρό τρόπο. Ο Προπέρτιος, ο οποίος στις ελεγείες των προηγούμενων βιβλίων είχε εκφράσει επανειλημμένα την «αντιπολεμική» του διάθεση, δεν προσπαθεί να αποσιωπήσει ή να ωραιοποιήσει τη σκληρότητα που προηγήθηκε της αφιέρωσης  4.10.12: ipse dedit, sed non sanguine sicca suo.
Στη συνέχεια ο ποιητής προχωράει από τη μυθική εποχή στο μακρινό ιστορικό παρελθόν και από τα τείχη της Ρώμης πέρα από τον Τίβερη (4.10.25 ultra Tiberim). Η μετάβαση στο δεύτερο επεισόδιο γίνεται κάπως απότομα, χωρίς κάποιο χρονικό προσδιορισμό, ενώ το σχήμα της αναφοράς: caesi (4.10.22)/ caede (4.10.23) προοιωνίζεται τη σκληρότητα που θα ακολουθήσει κατά την περιγραφή του δεύτερου επεισοδίου απόκτησης των spolia opima. Πρωταγωνιστής είναι ο Κορνήλιος Κόσσος, ο οποίος σκότωσε τον Ετρούσκο βασιλιά Τολούμνιο το 437 ή 422  π.Χ και έπειτα αφιέρωσε τον οπλισμό του στο ιερό.  Με το επεισόδιο αυτό συνδέεται ένα ολόκληρο πολιτικό παρασκήνιο, το οποίο απασχόλησε ιδιαίτερα τους μελετητές του ποιήματος, καθώς μετατρέπει τα spolia opima από υπόθεση αρχαιογνωστικού ενδιαφέροντος σε πολιτικό ζήτημα της εποχής του Αύγουστου. Συγκεκριμένα, το 29 π.Χ ο Μ. Λικίνιος Κράσσος, ανθύπατος της Μακεδονίας, σκότωσε σε μονομαχία το βασιλιά των Βασταρνών, αφαίρεσε τον οπλισμό του και τον μετέφερε στη Ρώμη. Η επιτυχία του αυτή θα μπορούσε να του εξασφαλίσει το προνόμιo της αφιέρωσης των λαφύρων αυτών στο ναό του Iupiter Feretrius. Μία τέτοια αφιέρωση όμως δεν έγινε ποτέ. Λαμβάνοντας, ωστόσο, υπ’ όψιν και το κύρος της οικογένειάς του, αλλά και τις στρατιωτικές επιτυχίες του ίδιου οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι είναι απίθανο να μην έδειξε ενδιαφέρον για μία τέτοια αφιέρωση, η οποία θα μεγάλωνε ακόμη περισσότερο την ακτινοβολία του. Ο Δίων Κάσσιος (51.24.4) δε μας ενημερώνει για το αν ο Κράσσος προσπάθησε να κάνει μία τέτοια αφιέρωση, αλλά αναφέρει ότι ο Κράσσος θα έκανε την αφιέρωση, αν κατείχε το ύψιστο στρατιωτικό αξίωμα, αποκαλύπτοντας έτσι ποιο ήταν κατά πάσα πιθανότητα το κώλυμα. Ωστόσο —και εδώ εμπλέκεται ο πρωταγωνιστής του δεύτερου επεισοδίου του ποιήματος—, το σχετικό με το αξίωμα επιχείρημα είναι αμφίβολης αξιοπιστίας, καθώς φαίνεται να μην ίσχυσε στην περίπτωση του Κόσσου. Ο Λίβιος δηλαδή στην αρχική αφήγηση της ιστορίας του Κόσσου (4.19.1-20.4) αναφέρει ότι το 437 π.Χ., όταν αφιέρωσε τα spolia opima, ήταν tribunus militum και όχι ύπατος και άρα θα μπορούσε να αποτελέσει προηγούμενο για μία ανάλογη αφιέρωση από τον Κράσσο. Σε ένα απόσπασμα όμως (4.20.5-11), το οποίο είναι φανερά μεταγενέστερη προσθήκη, ο Λίβιος διορθώνει την ημερομηνία της αφιέρωσης σε 422, τη χρονιά δηλαδή που ο Κόσσος ήταν ύπατος. Την πληροφορία αυτή κατά τον Λίβιο την άντλησε ο Αύγουστος από μια επιγραφή πάνω στην πανοπλία θώρακος του Τολούμνιου, την οποία βρήκε ο ίδιος μέσα στο ναό. Παρόλο που μοιάζει αμφίβολο να επιβίωσε ένα τέτοιο εύρημα σε έναν κατεστραμμένο και χωρίς στέγη ναό, ο Λίβιος διορθώνει αυτό που έγραψε στα πρώτα βιβλία του επιθυμώντας προφανώς να μην έρθει σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα. Η παράλληλη ύπαρξη όμως και της αρχικής εκδοχής αποκαλύπτει το ρόλο του Αύγουστου στην όλη υπόθεση. Ο λόγος είναι προφανής. Μία τέτοια αφιέρωση από τον Κράσσο θα μπορούσε να είναι πλήγμα για το κύρος του Αύγουστου, ο οποίος παρά τις εξαιρετικές διοικητικές του ικανότητες δεν είχε να επιδείξει κάποιο ιδιαίτερο στρατιωτικό επίτευγμα και συνεπώς δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει μια ανάλογη αφιέρωση στο ναό που ο ίδιος αναστήλωσε. Αν προστεθεί σε αυτά το ότι ο Κράσσος αυτός ήταν εγγονός του μέλους της τριανδρίας, μπορεί να κατανοηθεί γιατί δεν του αποδόθηκε ποτέ αυτή η ύψιστη στρατιωτική τιμή, η οποία θα τον εμφάνιζε ως συνεχιστή του Ρωμύλου, ρόλο που διεκδικούσε ο Αύγουστος για τον εαυτό του.
Ο ζήλος του αυτοκράτορα μάλιστα για το θέμα αυτό φαίνεται και από την ίδρυση του ναού του Mars Ultor στο λόφο του Καπιτώλιου το 20 π.Χ, ο οποίος σύμφωνα με τον Δίωνα Κάσσιο (54.8.3) χτίστηκε ανταγωνιστικά προς το ναό του Δία. Στην πόρτα του νέου ναού εικονιζόταν ο Ρωμύλος που αφιερώνει τα spolia opima μετά τη νίκη του. Εκεί τοποθέτησε ο Αύγουστος τα ρωμαϊκά λάβαρα που είχε χάσει ο Κράσσος στους Πάρθους και τα οποία ανέκτησε ο ίδιος μέσω της διπλωματίας. Η αυγούστεια προπαγάνδα έδινε μεγάλη σημασία στην ανάκτηση αυτή των ρωμαϊκών λαβάρων. Έτσι ο αυτοκράτορας που δεν μπορούσε να αφιερώσει ο ίδιος στο ναό του Iuppiter Feretrius τον «αντικατέστησε» με έναν άλλο και, καθώς δεν κέρδισε ποτέ spolia opima, έδωσε μεγάλη σημασία στην επιστροφή των ρωμαϊκών λαβάρων και οδήγησε και στην αποκρυστάλλωση του αριθμού των spolia opima στα τρία προαναφερθέντα.
Η επιλογή του ποιητή να ασχοληθεί με το ευαίσθητο αυτό θέμα λίγα χρόνια μετά το περιστατικό με τον Κράσσο δημιούργησε αμφιβολίες ως προς τις προθέσεις του. Έτσι μελετητές υποστήριξαν ότι ο Προπέρτιος στην ελεγεία αυτή περισσότερο υπονομεύει παρά εξυμνεί τον αυτοκράτορα. Ωστόσο ίσως είναι προτιμότερο να μιλήσουμε για αμφιβολία παρά για υπονόμευση, καθώς ο ποιητής, φαινομενικά τουλάχιστον, δεν κάνει καμία αναφορά στα αμφιλεγόμενα στοιχεία, μένει πιστός στην επίσημη γραμμή και ήδη από τον πρόλογο του ποιήματος δηλώνει ότι θα αναφερθεί σε τρεις οπλισμούς που αφαιρέθηκαν από τρεις αρχηγούς, δίνοντας έμφαση, όπως τονίσαμε, στον αριθμό τρία (4.10.2), συμβαδίζοντας έτσι με τον Βιργίλιο ο οποίος επίσης αναφέρεται ρητά σε τρεις οπλισμούς (Aen.6.859):
tertiaque arma patri suspendet capta Quirino.
Ο Προπέρτιος λοιπόν αφηγείται το επεισόδιο χωρίς να αναφερθεί καθόλου στο αξίωμα του Κόσσου. Επιφέρει μάλιστα κάποιες αλλαγές στα ιστορικά γεγονότα δίνοντας έτσι περισσότερη δραματικότητα, αλλά και πιο ηρωικό τόνο. Έτσι ο Κόσσος είναι αυτός που προκαλεί με γενναιότητα σε μονομαχία τον αντίπαλο αρχηγό (4.10.35 Cossus ait ‘forti melius cοncurrere campo’), ο οποίος «γίνεται» ο τελευταίος βασιλιάς της πόλης και ο φόνος του τοποθετείται λίγο πριν την άλωσή της.  Επιπλέον ο ποιητής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στη στήριξη των θεών προς τις ρωμαϊκές δυνάμεις τονίζοντας ότι όλοι οι θεοί ήταν με το μέρος τους (37, di Latias iuvere manus, desecta Tolumni) ανακαλώντας άλλη μία φορά την ελεγεία 4.6, όπου η εύνοια των θεών προς τις δυνάμεις του Αύγουστου κατά τη ναυμαχία του Ακτίου ήταν  βασικό στοιχείο του ποιήματος.
Αυτό που ταράζει, ωστόσο, τον πατριωτικό τόνο είναι η συναισθηματική και γεμάτη συμπάθεια παρέμβαση του ποιητή, ο οποίος μοιάζει να θλίβεται από το χαμένο πια μεγαλείο μιας πόλης, η οποία, ωστόσο, ήταν εχθρός της Ρώμης (4.10.27-30):
heu Vei veteres! et vos tum regna fuistis,
et vestro positast aurea sella foro:
nunc intra muros pastoris bucina lenti
cantat, et in vestris ossibus arva metunt.
Αυτή η  θλίψη μπορεί να δημιουργήσει στο μυαλό του υποψιασμένου αναγνώστη συσχετισμούς με την καταγωγή του Προπέρτιου από την ετρουσκική Περουσία, o οποίος κατά τον εμφύλιο πόλεμο την είδε να καταστρέφεται από τον Οκταβιανό και τις δυνάμεις του (1.22.3-10):
si Perusina tibi patriae sunt nota sepulcra,
Italiae duris funera temporibus,
cum Romana suos egit discordia cives-
sic mihi praecipue, pulvis Etrusca, dolor,
tu proiecta mei perpessa’s membra propinqui,
tu nullo miseri contegis ossa solo-
proxima suppositos contingens Umbria campos
me genuit terris fertilis uberibus.
Ο προσωπικός τόνος, που μοιάζει λίγο παράταιρος στον κατά τα άλλα αυστηρό εθνικό τόνο του επεισοδίου, υπενθυμίζει ότι πίσω από το μεγαλείο και τις στρατιωτικές επιτυχίες της Ρώμης κρύβεται πόνος και καταστροφή για πολλούς από τους Ιταλούς γείτονές της. Ο πόλεμος άλλωστε τώρα είναι επιθετικός σε αντίθεση με το πρώτο επεισόδιο όπου ο Ρωμύλος υπερασπιζόταν τα τείχη της πόλης του. Αυτό που ξαφνιάζει είναι ότι όλα αυτά τίθενται από τον ποιητή σε ένα βιβλίο και σε ένα ποίημα που υμνεί το μεγαλείο της Ρώμης και του Αύγουστου. Η τελευταία μάλιστα αιματηρή σκηνή του επεισοδίου, όπου ο Τολούμνιος σφαγιάζεται και το αίμα από τον κομμένο λαιμό του καταβρέχει τα ρωμαϊκά άλογα (4.10.38, cervix Romanos sanguine lavit equos), μεγαλώνει την έκπληξη και, όπως και στην περίπτωση του Ρωμύλου, προδίδει κάτι από την ελεγειακή απέχθεια προς τον πόλεμο.
Το απόσπασμα όμως προβληματίζει τον αναγνώστη και σε ένα δεύτερο επίπεδο. Η άλλοτε γεμάτη ευμάρεια χώρα των Βηίων που καταστρέφεται και επιστρέφει σε μια πρωτόγονη αγροτική κατάσταση μοιάζει σύμβολο της μεταβλητότητας των ανθρώπινων πραγμάτων ανακαλώντας τον προβληματισμό που είχε ήδη διαφανεί στην εισαγωγική ελεγεία του βιβλίου, όταν ο ποιητής αναφέρθηκε σε αρχαίες πόλεις που έχασαν τη δύναμή τους (4.1.33 κ.ε.). Σε μία αντίστροφη πορεία η αγροτική Ρώμη, μια εικόνα της οποίας έδωσε ο ποιητής στην ίδια αυτή εισαγωγική ελεγεία (4.1.1. κ.ε.), είναι τώρα αυτή που αναπτύσσεται, αλλά η επίγνωση του εφήμερου της ανθρώπινης τύχης και ο απαισιόδοξος τόνος του αποσπάσματος δεν επιτρέπουν πανηγυρισμούς. Στη σταθερότητα που ευαγγελίζεται ο Αύγουστος ο ποιητής αντιτάσσει τη ρευστότητα των πραγμάτων, σε ένα απόσπασμα που παρεκκλίνει αισθητά από τον τόνο του ποιήματος.
Το τελευταίο και αρκετά σύντομο επεισόδιο αναφέρεται στη νίκη του Κλαύδιου Μάρκελλου επί του Βιρδόμαρου, αρχηγού των Ινσουβρικών Γαλατών, το 222 π.Χ.. Ο ποιητής αναφέρει το Μάρκελλο με το οικογενειακό όνομα Claudius  που ήταν το όνομα και της  Λιβίας  και των δύο θετών γιων του Αύγουστου, Τιβέριου και Δρούσου, υπογραμμίζοντας έτσι τη σύνδεση του Μάρκελλου με την αυτοκρατορική οικογένεια. Αφηγείται συνοπτικά τη σκηνή περιοριζόμενος στη δήλωση της ταυτότητας των δύο αρχηγών, στην περιγραφή του οπλισμού τους και στην τελική έκβαση (39-43) και το επεισόδιο τελειώνει απότομα και βίαια (4.10.43-4):
illi virgatas maculanti sanguine bracas
torquis ab incisa decidit unca gula.
Ο Προπέρτιος, ωστόσο, δεν είναι ο πρώτος αυγούστειος ποιητής που πραγματεύεται το επεισόδιο αυτό, αλλά προηγείται η πραγμάτευση από τον Βιργίλιο στο 6ο βιβλίο της Αινειάδας. Στο απόσπασμα αυτό ο Αινείας στον Κάτω Κόσμο μαθαίνει από τον Αγχίση για τους ένδοξους μελλοντικούς απογόνους του, ανάμεσα στους οποίους είναι και ο Μάρκελλος, ο τρίτος νικητής των spolia opima. Ο ήρωας μάλιστα συνοδεύεται από τον Μάρκελλο το νεότερο, τον πολλά υποσχόμενο θετό γιο του Αύγουστου, ο οποίος πέθανε σε ηλικία 17 ετών ( Aen. 6.855-9):
aspice, ut insignis spoliis Marcellus opimis
ingreditur victorque viros supereminet omnis.
hic rem Romanam magno turbante tumultu
sistet eques, sternet Poenos Gallumque rebellem,
tertiaque arma patri suspendet arma Quirino.
Ο Βιργίλιος τονίζει τη σπουδαιότητα της στρατιωτική αυτής τιμής (insignis spoliis opimis) και αναφέρεται ρητά σε τρεις περιπτώσεις ανάλογης αφιέρωσης με το tertia να προτάσσεται εμφατικά στον τελευταίο στίχο. Η διαφορά είναι ότι εδώ ως τόπος αφιέρωσης αναφέρεται ο ναός του Κυρίνου και όχι του Φερέτριου Δία, ίσως για να τιμηθεί περισσότερο ο πρώτος αφιερωτής, Ρωμύλος, και μέσω αυτού ο Αύγουστος, ενώ υπάρχει και η εκδοχή ότι ο ποιητής εδώ αναφέρεται στο άγαλμα του Ρωμύλου που υπήρχε μέσα στο ναό του Φερέτριου Δία. Την πραγμάτευση αυτή έχει σαφώς υπ’ οψιν του εδώ ο Προπέρτιος και ίσως γι’ αυτό το λόγο αφιερώνει λίγους στίχους στο τρίτο επεισόδιο παραπέμποντας έτσι τον αναγνώστη στο έπος του Βιργίλιου. Ορισμένοι μελετητές, ωστόσο, ερμήνευσαν τη φθίνουσα πορεία του «μεγέθους» των τριών επεισοδίων ως ένδειξη κόπωσης και απώλειας του ζήλου από πλευράς του ποιητή. Ενώ προχωρούν και σε πιο «τολμηρές» υποθέσεις, ότι δηλαδή ο ποιητής καθώς πραγματεύεται όλο και πιο «πρόσφατα» γεγονότα μειώνει τον αριθμό των στίχων, για να φτάσει έτσι στην αποσιώπηση του πιο πρόσφατου, του περιστατικού με τον Κράσσο, το οποίο έτσι δεν αναφέρεται, αλλά υπονοείται.
Στους 4 τελευταίους στίχους του ποιήματος (4.10.45-8) ο ποιητής περνάει σε αυτό που διακήρυξε στην αρχή ως θέμα του, στην ερμηνεία δηλαδή της επωνυμίας Feretrius:
nunc spolia in templo tria condita: causa Feretri,    
omine quod certo dux ferit ense ducem;
seu quia victa suis umeris haec arma ferebant,
hinc Feretri dicta est ara superba Iovis.
Το «έπος» δίνει τη θέση του στην αιτιολογία και από το στίχο 45 τα spolia opima, τρία στον αριθμό, όπως τονίζει και πάλι ο ποιητής, είναι πλέον τοποθετημένα στο ναό του Δία. Σε αυτά οφείλει λοιπόν την επωνυμία Feretrius για την οποία θα κάνει λόγο στη συνέχεια ο ποιητής (45, causa Feretri) επιστρέφοντας έτσι κυκλικά στο αρχικό του θέμα (1, causas … Feretri). Ο Προπέρτιος αναφέρεται σε δύο ετυμολογικές εκδοχές. Σύμφωνα με την πρώτη η επωνυμία προέρχεται από τη λέξη ferire και δηλώνει το χτύπημα και την εξουδετέρωση του εχθρού από τον οποίο αποσπάστηκαν τα spolia opima. Η δεύτερη εκδοχή συσχετίζει την επωνυμία με τη λέξη  ferre και δηλώνει τη μεταφορά των λαφύρων στο ιερό για αφιέρωση από το νικητή στρατηγό. Αυτές οι δύο εκδοχές δεν ήταν οι μόνες διαθέσιμες για την ερμηνεία του Feretrius. Ιδιαίτερα διαδεδομένη ήταν η σύνδεσή του με την έκφραση foedus ferire, τον τεχνικό όρο που χρησιμοποιούσαν οι Ρωμαίοι για να δηλώσουν τη σύναψη συνθήκης ειρήνης. Οι συνθήκες αυτές συχνά γίνονταν στο όνομα του Φερέτριου Δία, στο ιερό του οποίου φυλάσσονταν τα αντικείμενα που χρησιμοποιούσε το ιερατικό σώμα των Fetiales, όταν υπογραφόταν ειρήνη. Ο Προπέρτιος, ωστόσο, παραλείπει αυτές τις πιο «φιλειρηνικές» ερμηνείες του ονόματος, παρόλο που θα ταίριαζαν με το ειρηνικό προφίλ που προέβαλλε ο Αύγουστος, ο αναστηλωτής του ναού. Η παράλειψη αυτή συνάδει με το κύριο μέρος του ποιήματος όπου ο ποιητής κατά την περιγραφή των τριών επεισοδίων δε δίστασε να υπενθυμίσει το αίμα και τη σκληρότητα που προηγήθηκε της τιμητικής αφιέρωσης των λαφύρων (12, sed non sanguine sicca suo, 38, cervix Romanos sanguine lavit equos, 43-4, illi virgatas maculanti sanguine bracas/ torquis ab incisa decidit unca gula).
Ένα άλλο στοιχείο που απασχόλησε τους μελετητές είναι η σημασία της πρότασης διπλής ετυμολογίας, η οποία θεωρήθηκε από κάποιους αποσταθεροποιητικός παράγοντας της ελεγείας. Θα αποφύγουμε να δώσουμε τέτοιου είδους δυναμική στη διπλή ετυμολογία μια και ήταν κάτι συνηθισμένο στην αιτιολογική ποίηση. Το γεγονός όμως ότι το ποίημα τελειώνει με την υπαινικτική υπενθύμιση ότι δεν υπάρχει μία και μοναδική αλήθεια  συνάδει με τη μετριοπαθή στάση που κρατά ο Προπέρτιος στις «ρωμαϊκές» ελεγείες του.
 Ωστόσο παρά την όποια μετριοπάθεια η ελεγεία 4.10 είναι αναμφίβολα ένα  εύγλωττο παράδειγμα της αλλαγής του ποιητικού προσανατολισμού του Προπέρτιου που συντελέστηκε στο 4ο βιβλίο, με βασικά στοιχεία τη διαφορετική θεματική, προσανατολισμένη σε θέματα εθνικά, θρησκευτικά και αρχαιογνωστικά και τον πειραματισμό με τα ειδολογικά όρια της ελεγείας και τις προσδοκίες του αναγνώστη.

















ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ


Το 4ο βιβλίο του Προπέρτιου εμφανώς συνιστά μία στροφή στην ποιητική πορεία του, αλλά και μία πολύπλοκη δημιουργία, η οποία μπορεί να προκαλέσει δεύτερες αναγνώσεις και ποικίλες ερμηνείες. Η variatio που εντοπίζεται τόσο στη ανομοιογένεια των ελεγειών που περιλαμβάνονται στο βιβλίο, όσο και στο εσωτερικό των επιμέρους ποιημάτων, η διευρυμένη σε ανοίκειες για το ελεγειακό είδος περιοχές θεματολογία και οι τρόποι με τους οποίους αυτή προσαρμόζεται στο νέο της ειδολογικό πλαίσιο, αλλά και οι νεοτερικές αισθητικές αρχές του ποιητή που όχι μόνο δεν εγκαταλείπονται, αλλά συχνά προβάλλονται, είναι μερικοί από τους λόγους που καθιστούν το βιβλίο δυσερμήνευτο και συγχρόνως ενδιαφέρον. Δύο από τα πιο «απαιτητικά» δείγματα αυτού του ποιητικού πειραματισμού που επιχειρεί ο Προπέρτιος στο τελευταίο βιβλίο του αποτελούν οι ελεγείες 4.6 και 10 για τους ναούς του Apollo Palatinus και του Iuppiter Feretrius αντίστοιχα. Η συμβολική σημασία των δύο ναών, τα πολεμικά στιγμιότυπα της ρωμαϊκής ιστορίας που τους συνοδεύουν και οι σχετιζόμενες με τον Αύγουστο πολιτικές προεκτάσεις προσαρμόζονται στα μέτρα του ελεγειακού είδους και διευρύνουν τα όρια, τις δυνατότητές και τις αντοχές του. Έτσι ο Αύγουστος και η ποιητική επιρροή του Βιργίλιου συνυπάρχουν με τον Καλλίμαχο και τις νεοτερικές αισθητικές αρχές παράγοντας τα δύο πιο αντιπρο­σωπευτικά ίσως δείγματα της «εκρωμαϊσμένης» εκδοχής της καλλιμαχικής αιτιολογικής ποίησης την οποία διακήρυξε ο ποιητής στο ξεκίνημα του βιβλίου του.






























ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ


Cairns, F. (1984). "Propertius and the Battle of Actium (4.6)" στο Poetry and Politics in the Age of Augustus, εκδ. A.J. Woodman και D.A. West 129-168, Καίμπριτζ.
Conte, G.B. (1992). “Proems in the middle” στο Beginnings in Classical Literature, εκδ. F. Dunn και Τ. Cole 147-160, Καίμπριτζ.
Fedeli, P. (1965). Properzio. Elegie. Libro iv, Bari.
Flower, H.I. (2000). “ The tradition of the Spolia Opima: M. Claudius Marcellus and Augustus”, CA 19: 34-64.
Fontenrose J. (1949). “Propertius and the Roman Career”,  CPCP 13: 371-88.
Galinsky G.K. (1972). The Herakles Theme: the Adaptations of the Hero in Literature from Homer to the Twentieth Century. Οξφόρδη.
Garani, M. (2007). "Propertius' temple of Jupiter Feretrius and the spolia opima (4.10): a poem not to be read?", AC 76: 99-117.
Goold, G.P. (1990). Propertius. Elegies. Καίμπριτζ.
Günther, H.C. (2006). Brill’s companion to Propertius, Leiden.
Gurval, R. A. (1995). Actium and Augustus: the politics and emotions of civil war, Ann Arbor.
Harrison, S.J. (1989). " Augustus, the poets and the spolia opima”, CQ 39: 408-14.
Hutchinson, G. (2006). Propertius Elegies Book iv, Καίμπριτζ.
Hubbard, M. (1974). Propertius, Νέα Υόρκη.
Ingleheart, J. (2007). "Propertius 4.10 and the end of the Aeneid: Augustus, the spolia opima and the right to remain silent." G&R 54 (1): 61-81.
Johnson, W.R. (1973). “The Emotions of Patriotism: Propertius 4.6”, CSCA 6: 151-180.
Keith, A.M. (2008). Propertius, poet of love and leisure, Λονδίνο.
Lange, C.H. (2007). Res Publica Constituta: Actium, Apollo and the Accomplishment of the Triumviral Assignment, Nottingham.
Miller, J. F. (1982). "Callimachus and the Augustan Aetiological Elegy", ANRW 30, (1): 371-417.
Miller, J.F. (2004). “ Propertian Reception of Virgil's Actian Apollo”, Materiali e discussioni per l’analisi dei testi classici 52: 73–84.
Miller, J.F. (2009). Apollo, Augustus and the Poets, Καίμπριτζ.
Newman, J.K. (1997). Augustan Propertius: The recapitulation of a genre. [Spudasmata 63], Νέα Υόρκη.
Newman, J.K. (1967). The concept of Vates in Classical Literature, Βρυξέλλες.
Pillinger, H. E.  (1965). "Propertius and Hellenistic Poetry: The Narrative Elegies", Χάρβαρντ.
Springer, L.A. (1954). “ The cult and the temple of Jupiter Feretrius”, CJ 50 (1): 27-32.
Stahl, H.P. (1985). Propertius "Love" and   "War". Individual and State under Augustus, Berkeley.
Steenkamp, J.J. (2010). The Two Faces of Apollo: Propertius and the Poetry of Politics, Pretoria.
Sullivan, J.P. (1976). Propertius, Καίμπριτζ.
Sweet, F. (1972). “Propertius and Political Panegyric”, Arethusa 5: 169-175.
Φυντίκογλου, Β. (1996). At tenuis non gloria: η ποιητική δόξα και η λεπταλέη μούσα στην ποιητική παράδοση του καλλιμαχισμού, Θεσσαλονίκη.
Warden, J. (1977). “Bella satis cecini. A note to Propertius 2.10 and 4.6”, CJ 73: 19-21.
Williams, G. (1968). Tradition and Originality in Roman Poetry, Οξφόρδη.
Zanker, P. (2006). Ο Αύγουστος και η δύναμη των εικόνων (μτφ. Μ. Πεχλιβάνος), Αθήνα.


ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στο 4ο βιβλίο του Προπέρτιου παρατηρείται μία εμφανής αλλαγή στην ποιητική του. Ο ποιητής χωρίς να εγκαταλείψει το ελεγειακό είδος και τις νεοτερικές αισθητικές αρχές του, διευρύνει τα ειδολογικά όρια της ποίησής του θέτοντας στο επίκεντρο μίας σειράς αιτιολογικών ελεγειών (4.2, 4.4, 4.6, 4.9 και  4.10) τη Ρώμη με τα ιερά, τις τελετές και τις αξίες της. Επιχειρεί έτσι μία σύζευξη του ρωμαϊκού με το νεοτερικό «εκμεταλλευόμενος» με δημιουργικό τρόπο στοιχεία τόσο από τον Βιργίλιο όσο και από τον Καλλίμαχο.
Δύο ενδεικτικά και απαιτητικά δείγματα αυτών των ποιητικών πειραματισμών είναι οι ελεγείες 4.6 και 10. Στην 4.6 για το ναό του Apollo Palatinus, έπειτα από ένα ποιητολογικά φορτισμένο προοίμιο με νεοτερική σφραγίδα, ο ποιητής υιοθετεί την προβαλλόμενη από το αυγούστειο περιβάλλον σύνδεση του ναού με τη μάχη στο Άκτιο και με την επικράτηση του Οκταβιανού στη μάχη αυτή με τη βοήθεια του Άκτιου Απόλλωνα. Εξοβελίζει όμως τις ξένες προς το ελεγειακό είδος πολεμικές περιγραφές και ιστορικές πληροφορίες και ρίχνει το βάρος της πραγμάτευσής του στον ίδιο το θεό και την καθοριστική παρουσία του στη μάχη δημιουργώντας μία θρησκευτική υποβλητική ατμόσφαιρα διαφορετική από την επική του Βιργίλιου, ο οποίος πραγματεύεται την ίδια μάχη στο 8ο βιβλίο της Αινειάδας. Η 4.10 καταπιάνεται με το ναό του Iuppiter Feretrius. Το κύριο μέρος του ποιήματος έχει αναπόφευκτα πολεμικό χαρακτήρα, καθώς το συγκεκριμένο ιερό σχετίζεται με τα spolia opima, τα λάφυρα που αποσπούσε ένας στρατηγός όταν σκότωνε τον αντίπαλο στρατηγό στη μάχη. Το πολεμικό θέμα όμως πλαισιώνεται από το αιτιολογικό, το οποίο διακηρύσσεται στο προοίμιο και εκπληρώνεται στον τέλος του ποιήματος με την προσφορά διπλής ετυμολογίας για το προσωνύμιο Feretrius. Ακόμη, κατά τη σύντομη περιγραφή των πολεμικών στιγμιοτύπων απόκτησης των spolia opima στο κύριο μέρος του ποιήματος, διαφαίνεται κάτι από την ελεγειακή απέχθεια για τη σκληρότητα του πολέμου και ο προβληματισμός για τη μεταβλητότητα των πραγμάτων αφήνοντας περιθώριο για δεύτερες αναγνώσεις και ερμηνείες.
Ο ποιητής, λοιπόν, στις δύο ελεγείες συνδυάζει τα αιτιολογικά στοιχεία με τα επικά και το νεοτερικό αισθητικό του προσανατολισμό με τη ρωμαϊκή πατριδογνωστική θεματολογία παράγοντας δύο ποιήματα ενδεικτικά του ρόλου του Ρωμαίου Καλλίμαχου που υιοθετεί από το ξεκίνημα ήδη του βιβλίου του.
ABSTRACT
In Propertius’ book IV there is an apparent change in his poetry. Without abandoning the elegiac style and his neoteric aesthetic principles, the poet widens the generic boundaries of his poetry by focusing on Rome with its worship places, rites and values in a series of aetiological elegies (4.2, 4.4, 4.6, 4.9 and  4.10). In this way he attempts a Roman – neoteric coupling by creatively using elements from Virgil as well as from Callimachus.
Two indicative and sophisticated examples of such poetic experimentations are the elegies 4.6 and 10. In elegy 4.6 for the temple of Apollo Palatinus, after a poetological prοemium sealed with neoteric elements the poet endorses the connection of the temple, supported in Augustan environment, to the battle at Actium and to Octavian’s victory in this battle with the help of Apollo Actius. However, he banishes any description of the combat as well as any historical information, which are extraneous elements to the elegiac style, and focuses on God and his determining presence at the battle, creating thusly a religious evocative atmosphere towards Virgil’s epic, who addresses the same battle in Aeneid’s book 8. Elegy 4.10 is about the temple of Iuppiter Feretrius. The main part of the poem has inevitably a war character since this particular place of worship is associated with the spolia opima, trophies taken by a general when killing the opposing general in combat. Υet the war theme is embraced by the aetiology stated in the proem and fulfilled in the epilogue by giving a dual etymology on the nickname Feretrius. Also, in the brief description of the war scene where spolia opima is won, in the main part of the poem, there is an apparent elegiac aversion to the war cruelty as well as the question on the volatility of things giving thusly the opportunity for a second reading and interpretation.
In these two elegies, the poet combines aetiological elements with epic elements and also his neoteric aesthetic orientation with the roman local-historical subject-matter, generating two poems which are indicative of the Roman Callimachus’ role adopted already in the beginning of his book.